DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Economy containing Comissão | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
a Comissão conduzirá estas negociações,consultando...η Eπιτροπή διεξάγει τις διαπραγματεύσεις σε συνεννόηση με...
a Comissão procederá imediatamente à análise da situação desse Estadoη Eπιτροπή εξετάζει αμελλητί την κατάσταση αυτού του Kράτους
a Comissão proporá normas reguladoras do processo de revisão destes critériosη Eπιτροπή προτείνει μία διαδικασία αναθεωρήσεως των κριτηρίων αυτών
Comissão Bruntland sobre Ambiente e DesenvolvimentoΔιεθνής Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη
Comissão Central de Navegação do RenoΚεντρική Επιτροπή για τη Ναυσιπλοΐα στο Ρήνο
comissão de controloεπιτροπή επιθεώρησης
comissão de gestãoαμοιβή διαχείρισης
comissão de inquéritoεξεταστική επιτροπή
comissão de trabalhadoresσυμβούλιο της επιχείρησης
Comissão Económica e Social para a Ásia e PacíficoΟικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την Ασία και τον Ειρηνικό
Comissão Económica e Social para a Ásia OcidentalΟικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για τη Δυτική Ασία
Comissão Económica para a América Latina e as CaraíbasΟικονομική Eπιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική
Comissão Económica para a América Latina e o CaribeΟικονομική Eπιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική
Comissão Económica para a EuropaΟικονομική Eπιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη
Comissão Especial "Países da Europa Central e Oriental"Ειδική Υποεπιτροπή για τις Χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης
comissão especializadaειδική επιτροπή
Comissão EuropeiaΕυρωπαϊκή Επιτροπή
comissão eventualεπιτροπή ad hoc
comissão executivaεκτελεστική επιτροπή
Comissão Mista "CEE-Checoslováquia"μεικτή επιτροπή ΕΟΚ-Τσεχοσλοβακίας
Comissão Mista de Revisãoκοινή ελεγκτική επιτροπή
Comissão Mundial para o Ambiente e o DesenvolvimentoΔιεθνής Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη
Comissão ONUεπιτροπή του ΟΗΕ
comissão parlamentarκοινοβουλευτική επιτροπή
comissão PEεπιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
comissão permanenteμόνιμη επιτροπή
comissão regional ONUΠεριφερειακή Επιτροπή του ΟΗΕ
comissão técnica ONUτεχνική επιτροπή του ΟΗΕ
composição de uma comissão parlamentarσύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής
delegação da Comissãoαντιπροσωπεία της Επιτροπής
este cálculo será submetido à aprovação da Comissãoο υπολογισμός αυτός υπόκειται στην προηγούμενη συναίνεση της Eπιτροπής
o Conselho autorizará a Comissão a encetar as negociaçõesτο Συμβούλιο εξουσιοδοτεί την Eπιτροπή να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις
parecer da Comissãoγνώμη της Επιτροπής
presidente da Comissãoπρόεδρος της Επιτροπής
queixa à Comissãoυποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή
relatório de comissão parlamentarέκθεση επιτροπής