DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Marketing containing quota | all forms | exact matches only
EnglishGreek
autonomous quota systemαυτόνομο σύστημα ποσοστώσεων
borrowing-quota ratioλόγος δανεισμού/διαθέσιμης ποσόστωσης
Community procedure for administering quantitative quotasδιαδικασία κοινοτικής διαχείρισης των ποσοτικών ποσοστώσεων
Community textile quotaκοινοτική ποσόστωση στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας
each Member State shall convert any bilateral quotas into global quotasκάθε Kράτος μέλος μετατρέπει τις ανοιχθείσες διμερείς ποσοστώσεις σε καθολικές ποσοστώσεις
Member States shall increase the aggregate of the global quotas so establishedτα Kράτη μέλη αυξάνουν το σύνολο αυτών των καθολικών ποσοστώσεων
special annual preferential import quotaετήσια ειδική ποσόστωση προτιμησιακής εισαγωγής