DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing quota | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agricultural quotaγεωργικές ποσοστώσεις
automatic quotaαυτόματη μερίδα
catch quotaαλιευτικές ποσοστώσεις
debtor quotaχρεωστική μερίδα' χρεωστικό μερίδιο
electoral quotaεκλογικό μέτρο
to establish a system of production quotasκαθορίζει σύστημα ποσοστώσεων της παραγωγής
import tariff quotaδασμολογική ποσόστωση εισαγωγής
import tariff quotaδασμολογική ποσόστωση
mutual assistance may take the form of enlargements of quotasη αμοιβαία συνδρομή δύναται να συνίσταται σε διεύρυνση ποσοστώσεων
production quotaποσοστώσεις παραγωγής
rediscount quotaαναπροεξοφλητικό όριο' ανώτατο όριο αναπροεξοφλήσεων
rediscount quotasανώτατα όρια αναπροεξοφλήσεων
rediscount quotasαναπροεξοφλητικό όριο
to require the High Authority to establish a system of quotasεπιβάλλει στην Aνωτάτη Aρχή την καθιέρωση καθεστώτος ποσοστώσεων
subscription quota of each country to the IMFποσοστό συμμετοχής της κάθε χώρας στο ΔΝΤ
tariff quotaδασμολογική ποσόστωση
tariff quota agreementσυμφωνία δασμολογικής ποσόστωσης
tariff-rate quotaδασμολογική ποσόστωση