DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing non | all forms | exact matches only
EnglishGreek
employer's non-acceptance of the work performanceυπερημερία εργοδότη
International Non-ionising Radiation Committeeδιεθνής επιτροπή για τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες
low-paid non-union employeeμη συνδικαλισθείς μισθωτός
non-aggregation of benefitsμη σώρευση των παροχών
non-analytical evaluationμη αναλυτική αξιολόγηση της εργασίας
non-contributory benefitsμη φορολογούμενα επιδόματα
non-contributory benefitsαφορολόγητα επιδόματα
non-exposed workεργασία που δεν παρουσιάζει κινδύνους
non-exposed workακίνδυνο επάγγελμα
non-linear careerμη γραμμική σταδιοδρομία
non-linear pay reductionμη ευθύγραμμη μείωση των αμοιβών
non-microbe biological antigenμη μικροβιακό βιολογικό αντιγόνο
non-operational statusθέση σε διαθεσιμότητα
non-permanent labourέκτακτοι
non-skid floorαντιολισθητική επικάλυψη
non-slip floorαντιολισθητική επικάλυψη
non-slip soleαντιολισθητικές σόλες
non-slip soleαντιολισθητικά πέλματα
non-traditional form of workμη κλασική μορφή εργασίας
non-union organizationοργάνωση μη σχετική προς τον κλάδο
non-wage benefitμη μισθολογική παροχή
personal and non-transferable authorizationάδεια προσωπική και μη μεταβιβάσιμη
source of non-ionizing radiationμη ιοντίζουσα πηγή ακτινοβολίας