DictionaryForumContacts

   English
Terms containing fail | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
lawto clamp down on firms which fail to meet their obligationsδίωξη των επιχειρήσεων επί παραλείψει
transp.fail-activeενεργό μετά την αστοχία
comp., MSfail fast exceptionεξαίρεση άμεσου σφάλματος (An exception that cannot be caught by any exception handler and that immediately causes the application to terminate and launch error reporting)
law, patents.to fail on one or more headsνικώ και ηττώμαι μερικώς
transp.fail-operational featureιδιομορφία,παρά τη βλάβη δεν επακολουθεί διακοπή λειτουργίας
transp., avia.fail-operational flight control systemσύστημα ελέγχου πτήσης λειτουργικό σε αστοχία
transp., avia.fail-operational hybrid landing systemυβριδικό σύστημα προσγείωσης λειτουργικό σε αστοχία
transp., avia.fail-operational hybrid landing systemυβριδικό σύστημα προσγείωσης που λειτουργεί υπό αστοχία
transp., avia.fail-passive flight control systemσύστημα ελέγχου πτήσης με παθητική λειτουργία υπό αστοχία
agric.fail placeΚενό
gen.fail safeασφαλές κατά την αστοχία
transp., mater.sc.fail safeασφαλές από αστοχία
transp.fail-safeασφαλή κατάσταση
transp., mater.sc.fail-safeασφαλές από αστοχία
tech., mater.sc.fail safeπροστασία από βλάβη
gen.fail-safeσύστημα θετικής σφάλειας
industr.fail-safe componentστοιχείο ασφάλειας σε περίπτωση αστοχίας
chem., el.fail-safe controlπρος τη μεριά της ασφάλειας
transp., mater.sc.fail safe designσχεδιασμός ολικής ασφάλειας
gen."fail safe" designσχεδιασμός για "ασφαλή αστοχία"
mech.eng., construct.fail safe lockκλειδαριά με έλεγχο έναντι σφάλματος
mech.eng., construct.fail safe lockκλειδαριά ασφαλείας
transp.fail-safe principleσύστημα ασφαλείας σε περίπτωση βλάβης
agric.fail-safe principleαρχή της εξασφάλισης έναντι αστοχίας
commun., ITfail softήπιας βλάβης
ITfail-soft systemσύστημα με δυνατότητες υπολειτουργίας
comp.fail softlyελεγχόμενη υπολειτουργία συστήματος
lawfail to actπαραλείπω να αποφασίσω
lawto fail to meet the obligations of membershipπαραβαίνει τις υποχρεώσεις του ως μέλος
lawfail to put into practice the recommendations of the Councilμην εφαρμόζω τις συστάσεις του Συμβουλίου
commun."fail" verdictαπόφαση "fail"αποτυχία
agric.filling fail placesΕκτελώ συμπληρωματική φύτευση
commun., ITpower fail transferμεταφορά σε διακοπή ισχύος
law, patents.to succeed on some and fail on other headsνικώ και ηττώμαι μερικώς
lawsucceed on some and fail on other headsηττώμαι μερικώς