DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Energy industry containing current | all forms | exact matches only
EnglishGreek
alternating current static var-hour meter for reactive energyστατικός μετρητής αέργου ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος
alternating current static watt-hour meter for active energyστατικός μετρητής ενεργού κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματος
alternating current watt-hour meterμετρητής κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματος
alternating current watt-hour meterμετρητής ενεργού τιμής κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματος
cathode currentκαθοδικό ρεύμα
continuous current-carrying capacityμέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
convection currentρεÙμα μεταφοράς μάζας
convective currentρεÙμα μεταφοράς μάζας
current-carrying capacityδυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος
current-carrying capacityτρέχουσα ισχύς ρεύματος
current-carrying capacityχωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος
current-carrying capacityμέγιστη αποδεκτή ένταση ρεύματος
current-carrying capacityμέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
current drawυπερένταση ρεύματος
current drawέξαρση ρεύματος
current entryείσοδος ρεύματος
current-to-voltage converterμετατροπέας ρεύματος/τάσης
direct current high-power supplyτροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής ισχύος
direct current interconnectorτρέχουσα απευθείας διασύνδεση
high-voltage direct current powerτροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης
high-voltage direct-current transmissionμεταφορά συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσεως
leakage currentσυντελεστής διαρροής
prospective currentαναμενόμενο ρεύμα
quiescent currentσταθερό ρεύμα
residual current deviceδιάταξη προστασίας ρεύματος διαρροής
residual current-operated protective deviceδιάταξη προστασίας ρεύματος διαρροής
short circuit currentρεÙμα βραχυκυκλωμένου κυκλώματος
short circuit currentφωτορεÙμα βραχυκυκλωμένου κυκλώματος
standby currentρεύμα αναμονής