English | Greek |
active phase of an operation | ενεργός φάση μιας επιχείρησης |
activity as an employed person | μισθωτή δραστηριότητα |
to adopt an act | έκδοση πράξεως |
to adopt an amendment | εγκρίνω τροπολογία |
to adopt an amendment | εγκρίνω πρόταση τροποποίησης |
to adopt an opinion | εγκρίνω γνωμοδότηση |
Agreement establishing an Association | συμφωνία σύνδεσης |
Agreement establishing an International Commission for the International Tracing Service | Συμφωνία που ιδρύει Διεθνή Επιτροπή για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων |
Agreement for Facilitating the International Circulation of Visual and Auditory Materials of an Educational, Scientific and Cultural Character | Συμφωνία "αποβλέπουσα εις την διευκόλυνσιν της διεθνούς κυκλοφορίας οπτικού και ακουστικού υλικού, εκπαιδευτικού, επιστημονικού και μορφωτικού χαρακτήρος" |
Agreement in the form of an exchange of letters between the European Union and the Government of Indonesia on the tasks, status, privileges and immunities of the European Union Monitoring Mission in Aceh Indonesia, Aceh Monitoring Mission - AMM and its personnel | συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κυβέρνησης της Ινδονησίας για τα καθήκοντα, το καθεστώς, τα προνόμια και τις ασυλίες της Αποστολής Παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ατσέ της Ινδονησίας Aceh Monitoring Mission - AMM και του προσωπικού της |
an Advisory Committee shall be attached to the Commission | παρά τη Eπιτροπή συνιστάται μία επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρος |
an aerosol of this substance irritates... | το αερόλυμα αυτής της ουσίας ερεθίζει... |
an aerosol of this substance is corrosive to... | το αερόλυμα αυτής της ουσίας είναι διαβρωτικό για... |
an Economic and Social Committee acting in an advisory capacity | μία Oικονομική και Kοινωνική Eπιτροπή που ασκεί συμβουλευτικά καθήκοντα |
an enhanced status for Kosovo | ενισχυμένο καθεστώς για το Κοσσυφοπέδιο |
an inquiry has been held on the instructions of the Disciplinary Board | το πειθαρχικό συμβούλιο διέταξε τη διενέργεια ανάκρισης |
an institution's overall requirement | συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις ιδρύματος |
an irregular instruction | αντικανονική διαταγή |
an official paid from appropriations in the research and investment budget | υπάλληλος αμειβόμενος από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις |
appoint to an established post, to | διορίζω σε μόνιμη θέση |
area eligible under an objective | περιοχή επιλέξιμη για ένα στόχο |
Arrangement establishing an International Wine Office in Paris | Συμφωνία "προς ίδρυσιν εν Παρισίοις Διεθνούς Γραφείου Οίνου" |
balance of an instalment | υπόλοιπο μιας δόσης |
to be given the services of an interpreter | δικαιούμαι να ζητήσω τις υπηρεσίες διερμηνέα |
to be in regular full-time attendance at an educational establishment | φοιτώ κανονικά και με πλήρες πρόγραμμα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα |
to bring about an adjustment of tariff agreements in force with third countries | η προσαρμογή των ισχυουσών δασμολογικών συμφωνιών με τρίτες χώρες |
BSIC of an adjacent channel | BSIC παρακείμενου καναλιού |
by an absolute majority | με απόλυτη πλειοψηφία |
cancel an account | ακυρώνω λογαριασμό |
challenging of an election | εκλογικές ενστάσεις |
civil service to which an official belongs | υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο υπάλληλος |
clerical duties of an administrative nature | εκτέλεση εργασίων διοικητικής φύσεως |
committee asked for an opinion | γνωμοδοτική επιτροπή |
complaint alleging an infringement of a rule in the Treaty | αιτίαση που θεμελιώνεται σε παράβαση ενός κανόνα της Συνθήκης |
conclusion of a contract after an invitation to tender | σύναψη συμβάσεως μετά από προκήρυξη διαγωνισμού |
conducting an inspection in partnership | επιθεώρηση που διεξάγεται από κοινού |
consequences of an accident | συνέπειες ατυχήματος |
constituent element of an offence | στοιχεία του εγκλήματος |
Contact Committee on the resale right for the benefit of the author of an original work of art | Επιτροπή επαφών για το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης |
correction of an acoustical measurement system | ισοστάθμιση |
correction of an acoustical measurement system | διόρθωση συστήματος ακουστικών μετρήσεων |
costing Process of obtaining the true price of an item of expenditure. | κοστολόγηση |
decision recognizing an occupational disease | απόφαση περί αναγνωρίσεως επαγγελματικής νόσου |
to deliver an opinion | γνωμοδοτώ |
to deliver an opinion | διαβιβάζω γνωμοδότηση |
deliver an opinion | διατυπώνω γνώμη |
do not discharge into drains or the environment, dispose to an authorised waste collection point | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων |
do not discharge into drains or the environment, dispose to an authorised waste collection point | Σ56 |
to dull an acid | αδρανοποίηση οξέος |
engage in an occupation whether gainful or not, to | ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη |
to engage in an outside activity, whether gainful or not | ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη |
engage in an outside activity, whether gainful or not, to | ασκώ εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη |
Euro-Mediterranean Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Arab Republic of Egypt, of the other part | Ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου |
Euro-Mediterranean Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the State of Israel, of the other part | Συμφωνία συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου |
Euro-Mediterranean Agreement establishing an Association between the European Community and its Member States, of the one part, and the People's Democratic Republic of Algeria, of the other part | ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της αφενός, και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας αφετέρου |
Euro-Mediterranean Agreement establishing an Association between the European Community and its Member States, of the one part, and the Republic of Tunisia, of the other part | Ευρωμεσογειακή συμφωνία που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου |
Europe Agreement establishing an association | ευρωπαϊκή συμφωνία περί συνδέσεως |
Europe Agreement establishing an association | συμφωνία που συνιστά σύνδεση |
Europe Agreement establishing an association | ευρωπαϊκή συμφωνία για την εγκαθίδρυση σύνδεσης |
Europe Agreement establishing an association between the European Communities and their Member States and the Republic of Poland/the Republic of Hungary/the Czech and Slovak Federal Republic | Ευρωπαϊκή συμφωνία περί συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός και της Δημοκρατίας της Πολωνίας/Ουγγαρίας/συμπολιτειακής Δημοκρατίας της Τσεχίας και Σλοβακίας αφετέρου |
European Association for an Independent Producers' Market | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση για μια Αγορά Ανεξάρτητων Παραγωγών |
examiner serving in an advisory capacity | πάρεδρο μέλος με συμβουλευτική ιδιότητα |
to express an opinion | γνωμοδοτώ |
to express an opinion | διαβιβάζω γνωμοδότηση |
to give an honorary rank | απονέμω επίτιμο τίτλο |
give an honorary rank, to | απονέμω επίτιμο τίτλο |
Government representative in an administrative region | Εκπρόσωπος της Κυβέρνησης στις Διοικητικές Περιφέρειες |
grant an application | κάνω δεκτή μια αίτηση |
to grant an application | δέχομαι αίτηση |
heating may cause an explosion | θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη |
heating may cause an explosion | Ρ5 |
to impose fines of an appropriate size | επιβάλλω πρόστιμα εύλογου ύψους |
inflation of an organ | εμφύσηση οργάνου |
iodine-sampling device with an activated carbon cartridge | διάταξη δειγματοληψίας ιωδίου με φυσίγγιο ενεργού άνθρακα |
to lay the foundations of an ever closer union among the peoples. | θέτουν τις βάσεις μιας διαρκώς στενότερης ενώσεως των λαών |
legality of an act | νομιμότητα ενός μέτρου |
legality of an act | νομιμότητα μιας πράξης |
to lodge an appeal against a decision to reject an application | ασκώ ένδικα μέσα κατ'απορριπτικής αποφάσεως |
non-profit-seeking body which constitutes an entity integrated in a Community institution or body | μη κερδοσκοπικός φορέας ο οποίος συνιστά οντότητα ενσωματωμένη σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό |
on an agreed standard form | συμφωνηθέν τυποποιημένο έγγραφο |
on-the-job training during an operation | επί τόπου κατάρτιση κατά τη διάρκεια επιχειρήσεως |
parent institution of an official | όργανο από το οποίο προέρχεται ο υπάλληλος |
Policy of the European Union on the security of personnel deployed outside the European Union in an operational capacity under Title V of the Treaty on European Union | Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια του προσωπικού που εκτελεί επιχειρησιακά καθήκοντα εκτός ΕΕ δυνάμει του Τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση |
proceedings against an institution | προσφυγή κατά οργάνου |
Protocol Additional to the Geneva Conventions of 12 August 1949, and relating to the Adoption of an Additional Distinctive Emblem Protocol III | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, και για την υιοθέτηση πρόσθετου διακριτικού εμβλήματος Πρωτόκολλο ΙΙΙ |
Protocol Additional to the Geneva Conventions of 12 August 1949, and relating to the Adoption of an Additional Distinctive Emblem Protocol III | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 σχετικά με την υιοθέτηση ενός πρόσθετου διακριτικού εμβλήματος Πρωτόκολλο ΙΙΙ |
Protocol adjusting the trade aspects of the Europe Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Czech Republic, of the other part, to take account of the outcome of negotiations between the parties on new mutual agricultural concessions | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των εμπορικών πτυχών της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Τσεχικής Δημοκρατίας, αφετέρου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών για νέες αμοιβαίες γεωργικές παραχωρήσεις |
Protocol adjusting the trade aspects of the Europe Agreement establishing an association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Republic of Bulgaria, of the other part, to take account of the outcome of negotiations between the Parties on new mutual agricultural concessions | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των εμπορικών πτυχών της ευρωπαϊκής συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, αφετέρου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών σχετικά με τις νέες αμοιβαίες γεωργικές παραχωρήσεις |
Protocol adjusting the trade aspects of the Europe Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Republic of Hungary, of the other part, to take account of the outcome of negotiations between the Parties on new mutual agricultural concessions | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των εμπορικών πτυχών της ευρωπαϊκής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός, και της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας αφετέρου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών για νέες αμοιβαίες γεωργικές παραχωρήσεις |
Protocol adjusting the trade aspects of the Europe Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Slovak Republic, of the other part, to take account of the outcome of negotiations between the parties on new mutual agricultural concessions | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των εμπορικών πτυχών της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, αφετέρου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών για νέες αμοιβαίες γεωργικές παραχωρήσεις |
Protocol of Accession of the Hellenic Republic to Western European Union together with an Annex | Πρωτόκολλο προσχώρησης της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση, συνοδευόμενο από Παράρτημα |
publication of an act | δημοσίευση μιας πράξης |
publication of an act | δημοσίευση πράξης |
to put an amendment to the vote | θέτω τροπολογία σε ψηφοφορία |
to put an end to a dispute | τερματίζω μια διαμάχη |
referral to an appeal committee | διαδικασία της επιτροπής προσφυγών |
renewal of an agreement | ανανέωση συμφωνίας |
to replace an official | αντικαθιστώ υπάλληλο |
replace an official, to | αντικαθιστώ υπάλληλο |
right to appeal to an arbitrator | δικαίωμα προσφυγής σε μεσολαβητή |
round off an amount, to | στρογγυλοποιώ ένα ποσό |
sale with an option to repurchase | πράξη προσωρινής εκχώρησης βάσει οριστικής σύμβασης πώλησης με σύμφωνο εξωνήσεως |
second an official to another institution, to | αποσπώ υπάλληλο σε άλλο όργανο |
to set up an instrument | εγκατάσταση οργάνου |
State responsible for examining an application for asylum | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου |
substance having an oestrogenic action | ουσίες με οιστρογόνο δράση |
substance with an oestrogenic action | ουσίες με οιστρογόνο δράση |
suspension of an official | αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου |
to take an offensive line | υιοθετώ επιθετική προσέγγιση |
the absence of an opinion shall not prevent further action | η έλλειψη της γνώμης δεν εμποδίζει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να ενεργήσουν |
the Agency's capital an0 the terms upon which it is to be subscribed | το κεφάλαιο του Oργανισμού και ο τρόπος για την κάλυψη του |
the Assembly shall hold an annual session | η Συνέλευση συνέρχεται σε ετήσια σύνοδο |
the Commission shall attach thereto an opinion which may contain different estimates | η Eπιτροπή επισυνάπτει γνώμη η οποία δύναται να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις |
the interpretation of the statutes of bodies established by an act of the Council | η ερμηνεία των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθησαν με πράξη του Συμβουλίου |
unless an exception is authorised by the CounCil | εκτός αν το Συμβούλιο επιτρέψει παρέκκλιση |
to voice an opinion | γνωμοδοτώ |
to voice an opinion | διαβιβάζω γνωμοδότηση |
whether an agreement envisaged is compatible with the provisions of this Treaty | η υπό μελέτη συμφωνία συμβιβάζεται με την παρούσα συνθήκη |
worker suffering from an illness | εργαζόμενος που κατέστη ανάπηρος |