Subject | English | Greek |
gen. | to adopt a common attitude | υιοθετούν κοινή στάση |
gen. | to adopt a motion for a resolution | εγκρίνω πρόταση ψηφίσματος |
EU. | adopt a proposed modification | εγκρίνω τροπολογία |
EU. | adopt a proposed modification | εγκρίνω πρόταση τροποποίησης |
gen. | to adopt a regulation | εκδίδω κανονισμό |
econ. | to adopt a uniform attitude | υιοθετούν ενιαία στάση |
gen. | to adopt an act | έκδοση πράξεως |
fin. | adopt an amendment | επιφέρω τροποποιήσεις |
fin. | adopt an amendment | εγκρίνω τροπολογίες στο σχέδιο προϋπολογισμού |
gen. | to adopt an amendment | εγκρίνω τροπολογία |
gen. | to adopt an amendment | εγκρίνω πρόταση τροποποίησης |
gen. | to adopt an opinion | εγκρίνω γνωμοδότηση |
tax., busin., labor.org. | to adopt appropriate provisions to penalise any breach of secrecy obligations | λαμβάνω τα ενδεδειγμένα μέτρα για την καταστολή οποιασδήποτε παράβασης της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου |
law | adopt detailed rules | θεσπίζω λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία |
law | adopt measures | εκδίδω μέτρα |
law | to adopt provisions | θεσπίζω διατάξεις |
law | adopt provisions | θεσπίζω διατάξεις |
insur. | to adopt the annual accounts between institutions | εγκρίνω τους ετήσιους λογαριασμούς μεταξύ των φορέων |
fin., econ., patents. | to adopt the budget | ψηφίζω τον προϋπολογισμό |
fin. | to adopt the budget | εγκρίνω τον προϋπολογισμό |
law | adopt the conversion rates | θεσπίζω τις συναλλαγματικές ισοτιμίες |
fin. | to adopt the draft budget at second reading | εγκρίνω το σχέδιο προϋπολογισμού σε δεύτερη ανάγνωση |
gen. | to adopt the Financial Regulation | εγκρίνω τον δημοσιονομικό κανονισμό |
polit., law | to adopt the necessary adjustments and additional provisions to the Statute of the Court of Justice | θεσπίζω τις αναγκαίες προσαρμογές και συμπληρωματικές διατάξεις του οργανισμού του Δικαστηρίου |
gen. | to adopt the proposed amendment as a whole | εγκρίνω το σύνολο της προτάσεως τροποποιήσεως |
law | any plan to adopt a national position or take national action pursuant to a joint action | κάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης |
proced.law. | determination of suitability to adopt | βεβαίωση καταλληλότητας για υιοθεσία |
interntl.trade. | to have the exclusive authority to adopt an interpretation of a multilateral trade agreement | έχω εξουσία να προβαίνω σε ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας και των πολυμερών εμπορικών συμφωνιών |
law | in adopting these provisions | κατά τη θέσπιση των διατάξεων αυτών |
law | the Court of Justice shall adopt its rules of procedure | το Δικαστήριο θεσπίζει τον κανονισμό διαδικασίας του |
law | the provisions shall not preclude the possibility for any Party to prepare, adopt and implement measures independently | οι διατάξεις δεν αποκλείουν τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να προετοιμάζει, να εγκρίνει και να εκτελεί μέτρα, ανεξάρτητα από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη |
law | When Member States adopt those measures, they shall contain a reference to this Directive or shall be accompanied by such reference on the occasion of their official publication. The methods of making such a reference shall be laid down by the Member States. | Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. |