Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Economy
containing
acting
|
all forms
English
Greek
to
act
as reinsurer
ενεργώ ως αντασφαλιστής
to
act
in a trust capacity
ενεργώ ως καταπιστευματοδόχος
action for failure to
act
προσφυγή επί παραλείψει
any member of the Council may
act
on behalf of not more than one other member
κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα μόνο από τα λοιπά μέλη
bodies authorised to
act
as counterparties
οι φορείς οι εξουσιοδοτημένοι να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι
EU
act
πράξη της ΕΕ
European Innovation
Act
Ευρωπαϊκός νόμος για την καινοτομία
finance
act
δημοσιονομικός νόμος
Foreign Account Tax Compliance
Act
νόμος για την επιβολή φορολογίας στους λογαριασμούς της αλλοδαπής
Industrial Organization
Act
vόμoς για τηv επαγγελματική oργάvωση
legislative
act
EU
νομοθετική πράξη
(ΕΕ)
non-legislative
act
EU
μη νομοθετική πράξη
(ΕΕ)
papal
act
παπικό έγγραφο
Single European
Act
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Get short URL