Subject | English | Greek |
law | Ad hoc Working Party on Better Regulation | Ομάδα ad hoc για τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου |
polit., construct. | area of prosperity and good neighbourliness | χώρος ευημερίας και καλής γειτονίας |
econ. | better access to the most remote regions | άρση της απομόνωσης των ιδαίτερα απομεμακρυσμένων περιοχών |
econ., hobby | better distribution of tourism over location | καλύτερη κατανομή του τουρισμού στο χώρο |
agric., industr., construct. | better face | καλυτέρα όψις,καθαρά όψις |
fin. | "better fortunes" clause | ρήτρα "de retour ΰ meilleure fortune" |
econ., fin. | "better fortunes" clause | ειδική ρήτρα "de retour à meilleure fortune" |
law | better lawmaking | καλύτερη νομοθέτηση |
law | better lawmaking | βελτίωση της νομοθεσίας |
law | better regulation | καλύτερη νομοθέτηση |
law | better regulation | βελτίωση της νομοθεσίας |
stat., scient. | better same order bias estimator | καλύτερη μεροληπτική εκτιμήτρια ίδιας τάξης |
comp., MS | better than ever | καλύτερα από ποτέ (Possessing more desirable qualities than before) |
food.ind. | Better Training for Safer Food programme | πρόγραμμα καλύτερης κατάρτισης για ασφαλέστερα τρόφιμα |
food.ind. | Better Training for Safer Food programme | Πρωτοβουλία "Καλύτερη κατάρτιση για ασφαλέστερα τρόφιμα" |
med. | biotechnological good or service | βιοτεχνολογικό αγαθό ή υπηρεσία |
fin., transp. | bulk good | εμπόρευμα χύδην |
law | certificate of good character | πιστοποιητικό καλής διαγωγής |
law | certificate of good conduct | πιστοποιητικό καλής διαγωγής |
fin. | checking of good | εξέταση των εμπορευμάτων |
ed., IT | code for good design of learning products | κώδικας καλού σχεδιασμού των προϊόντων της τεχνολογίας της μάθησης |
gen. | Code of good administrative behaviour | κώδικας ορθής διoικητικής συμπεριφoράς |
gen. | Code of Good Administrative Behaviour for Community Institutions and Bodies | κώδικας συμπεριφοράς χρηστής διοίκησης για τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς |
agric. | code of good agricultural practice | Κώδικας Ορθής Γεωργικής Πρακτικής |
ecol., econ. | code of good agricultural practice | κώδικας ορθής γεωργικής πρακτικής |
ecol., econ. | code of good agricultural practice | κώδικας καλής συμπεριφοράς στο γεωργικό τομέα |
fin., agric. | Code of Good Conduct | Κώδικας Δεοντολογίας |
agric. | code of good farming practice | Κώδικας Ορθής Γεωργικής Πρακτικής |
ecol., econ. | code of good farming practice | κώδικας ορθής γεωργικής πρακτικής |
agric. | conditional good meat | κρέας ακόμη φαγώσιμο |
econ., market. | consultation in good faith | καλόπιστη διαβούλευση |
comp., MS | consumer good | καταναλωτικό αγαθό (A good that is created for consumer user rather than business use) |
environ. | consumer good | καταναλωτικό αγαθό |
fin. | counterfeit good | εμπόρευμα παραποίησης/απομίμησης |
transp. | course made good | διορθωμένη πορεία |
arts. | cultural good | πολιτιστικό αγαθό |
environ. | dangerous good | επικίνδυνο εμπόρευμα |
gov. | to decline without good reason | αποποιούμαι χωρίς βάσιμο λόγο |
gen. | to decline without good reason | αρνούμαι χωρίς βάσιμο λόγο |
gen. | decline without good reason, to | αρνούμαι χωρίς βάσιμο λόγο |
econ. | demerit good | κοινωνικά απαξιωμένο αγαθό |
mech.eng. | direct injection engines give better performances | οι κινητήρες άμεσης έγχυσης έχουν καλύτερες επιδόσεις |
law | disclosure in good faith | καλή τη πίστη γνωστοποίηση |
comp., MS | durable good | διαρκές αγαθό (An good that is not consumed completely at first use, but yields service over time) |
environ. | durable good | διαρκές αγαθό |
fin. | dutiable good | φορολογητέο εμπόρευμα |
fin. | dutiable good | δασμολογητέο εμπόρευμα |
gen. | duty to act in good faith | καθήκον πίστεως |
health. | EC Guide of Good Occupational Health and Safety Practices | Κοινοτικός Οδηγός ορθών πρακτικών επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας |
econ. | economic good | οικονομικό αγαθό |
health. | Europe for a Better Life | Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή |
sociol., IT | European Strategy for a Better Internet for Children | Ευρωπαϊκή στρατηγική για ένα Διαδίκτυο καλύτερα προσαρμοσμένο στα παιδιά |
econ. | existing good | υφιστάμενο αγαθό |
ed., IT | expert system based on good practice | σύστημα εμπειρογνωμοσύνης με βάση την ορθή πρακτική |
market., fin. | export good | εμπορεύματα για εξαγωγή |
mater.sc. | false alarm with good intent | ψευδής συναγερμός πυρκαγιάς |
mater.sc. | false alarm with good intent | ψευδής αναγγελία πυρκαγιάς |
law | good administration | αρχή χρηστής διoίκησης |
law | good administration | χρηστή διακυβέρvηση |
gen. | good administration | χρηστή διαχείριση |
environ., polit., agric. | good agricultural and environmental condition | καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση |
agric. | good agricultural practice | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
agric. | good agricultural practices | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
bank. | good bank | καλή τράπεζα |
social.sc. | good citizenship | πολιτική συνείδηση |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή πρακτική κλινικών δοκιμών |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή κλινική πρακτική |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
pharma. | Good Clinical Practice | ορθή κλινική πρακτική |
med. | good clinical practices | καλές κλινικές πρακτικές |
health. | good commonly sold in a pharmacy | παραφαρμακευτικό προϊόν |
agric. | good cropper | παραγωγικό στέλεγχος |
agric. | good cropper | παραγωγική ποικιλία |
fin. | good delivery | καλή παράδοση |
law | good disposition | διάθεση δράσης |
health., industr. | good distribution practice | ορθή πρακτική διανομής |
environ. | good ecological potential | καλό οικολογικό δυναμικό |
environ. | good ecological water quality | καλή οικολογική ποιότητα των υδάτων |
environ. | good environmental status | καλή περιβαλλοντική κατάσταση |
law | good faith | καλή πίστη (bona fides) |
anim.husb. | good feed converter | καλός μεταβολιστής |
agric. | good feed converter | καλής θρεπτικής μετατρεψιμότητας |
IT, dat.proc. | good for print | έτοιμο για εκτύπωση |
med. | Good frontal sinus operation | επέμβασις του Good |
gen. | good governance | χρηστή διαχείριση |
gen. | good governance | χρηστή διακυβέρνηση |
tax. | good governance in tax matters | χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα |
law | good government | χρηστή διακυβέρvηση |
environ. | good groundwater chemical status | καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων |
fin., polit. | good having undergone specified manufacturing, processing or repair | εμπόρευμα που έχει υποστεί μεταποίηση, επεξεργασία ή επισκευή |
commun., industr., construct. | good holding bottom | βυθός συγκρατών άγκυρα |
gen. | Good Humanitarian Donorship Initiative | πρωτοβουλία χρηστής ανθρωπιστικής χορηγίας |
fin. | good imported unassembled | είδος που παρουσιάζεται αποσυναρμολογημένο |
market., fin. | good in transit | εμπόρευμα υπό διαμετακόμιση |
social.sc. | good industrial relations | καλό κλίμα εργασιακών σχέσεων |
mater.sc. | good innovation practice | ορθή πρακτική σε θέματα καινοτομίας |
nat.sc., agric. | Good King Henry | χηνοπόδιο ο καλός Eρρίκος (Chenopodium bonus-henricus L.) |
health., pharma. | Good Laboratory Practice | ορθή εργαστηριακήπρακτική |
health., nat.sc., chem. | good laboratory practice | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
environ., chem. | good laboratory practices | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
mater.sc. | good laboratory practices | Ορθή Εργαστηριακή Πρακτική |
social.sc. | good labour relations | καλό κλίμα εργασιακών σχέσεων |
environ. | good management The competent, skillful and successful process of planning, leading and working toward the accomplishment or completion of goals, objectives and mission of an organization or institution | ορθή διαχείριση |
environ. | good management | ορθή διαχείριση |
econ., pharma. | good manufacturing practice | καλή παρασκευή ; ορθή παρασκευαστική πρακτική |
pharma. | good manufacturing practice | κανόνες ορθής παρασκευαστικής πρακτικής |
pharma. | good manufacturing practice | κανόνες καλής παρασκευής |
commer., industr. | Good Manufacturing Practice | ορθή παρασκευαστική πρακτική |
industr. | good manufacturing practice standard | πρότυπο καλής κατασκευής GMP |
mater.sc. | good manufacturing process | ορθή διαδικασία παρασκευής |
agric. | good meat | καλό κρέας |
med. | Good myalgic spots | μυαλγικά σημεία του Good |
gen. | good-neighbourly relations | σχέσεις καλής γειτονίας |
UN | good offices mission | αποστολή καλών υπηρεσιών |
commer., fin., industr. | Good Ordinary Brand | συνήθης εμπορική ποιότητα |
law | good practice in mutual legal assistance in criminal matters | ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
market. | good quality product | προϊόν ποιότητας |
polit., law | good reason | νόμιμη αιτία |
transp. | good seamanship qualifications | προσόντα καλού ναυτικού |
mech.eng. | good state of repair | διατήρηση σε καλή κατάσταση |
fin., mater.sc. | good supplied as kit | είδος που παραδίδεται ως σύνολο ετοίμων τεμαχίων προς συναρμολόγηση |
tax. | good tax governance | χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα |
fin. | good'til canceled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
fin. | good'til cancelled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
fin. | good till canceled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
fin. | good-till-cancelled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
life.sc. | good tilth | ψαθυρά κατάσταση |
fin. | good to | ισχύει μέχρι |
life.sc., transp., mech.eng. | good visibility | καλή ορατότητα |
transp. | good visibility of lights | καλή ορατότητα των φώτων |
environ. | good water status | καλή κατάσταση των υδάτων |
health. | guide to good hygiene practice | οδηγός ορθής υγιεινής πρακτικής |
health. | Guide to good manufacturing practice for medicinal products | οδηγός σχετικά με τους κανόνες καλής παρασκευής των φαρμάκων |
pharma. | Guide to good manufacturing practice for medicinal products | Οδηγός κανόνων καλής παρασκευής φαρμακευτικών προϊόντων |
chem. | heat-insulating ceramic good | θερμομονωτικό κεραμευτικό προϊόν |
stat., scient. | Hollander-Proschan new better than used test | έλεγχος "καλύτερο καινούργιο παρά χρησιμοποιημένο" των Hollander-Proschan |
stat. | Hollander-Proschan new better than used test | Hollander-Proschan νέα καλύτερη από χρησιμοποιηθεί δοκιμή |
environ. | household good | οικιακό αγαθό είδος |
law | in good and due form | δεόντως |
law | in good faith | καλόπιστα (bona fide) |
econ., commer., industr. | industrial good | βιομηχανικό προϊόν |
polit., law | Interinstitutional agreement on better law-making | διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας |
stat., industr., construct. | investment-good industry | βιομηχανίες παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών |
el. | known good die | γνωστός καλός κύβος |
law, patents. | lack of good faith | ενεργώ κακόπιστα; κακή πίστη |
health. | life expectancy in good health | προσδόκιμο υγείας |
transp. | line with good alignment | γραμμή με καλή χάραξη |
transp. | line with good alignment | γραμμή καλής ποιότητας με ευθυγραμμίες |
agric. | to make good any deficits after they have occurred | εκ των υστέρων κάλυψη ελλειμμάτων |
gen. | to make good any damage | επανορθώνω ζημία |
gen. | make good any damage | επανορθώνω ζημία |
gen. | to make good any damage | αποκαθιστώ ζημία |
social.sc. | man of good reputation | άνθρωπος καλής φήμης |
social.sc. | man of good reputation | άνθρωπος ευφήμως γνωστός |
law | Mandelkern Group on Better Regulation | Ομάδα Mandelkern σχετικά με τη διοικητική απλούστευση |
market. | marketable good | εμπορεύσιμο αγαθό |
econ. | merit good | αγαθά ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας |
int. law. | Montreux Document on Pertinent International Legal Obligations and Good Practices for States related to Operations of Private Military and Security Companies during Armed Conflict | έγγραφο του Montreux σχετικά με τις συναφείς διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και τις ορθές πρακτικές κρατών, οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας σε ένοπλες συγκρούσεις |
stat., scient. | new better than used distribution | κατανομή "καλύτερα νέο παρά παλαιό" |
math. | new better than used distribution | νέος καλύτερος από τη χρησιμοποιημένη διανομή |
environ. | non-durable good | αναλώσιμο μη διαρκές αγαθό εμπόρευμα |
busin., labor.org., account. | person of good repute | έντιμο πρόσωπο |
market. | prefinanced good | εμπόρευμα με προχρηματοδότηση |
gen. | principle of good drafting | αρχή της καλής διατύπωσης |
gen. | Process on stability and good-neighbourliness in south-east Europe | Διαδικασία για τη σταθερότητα και την καλή γειτονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ; Διαδικασία του Royaumont |
fin., industr. | product of good marketable quality | εμπορεύσιμο προϊόν καλής ποιότητας |
law | protection against third parties not acting in good faith | προστασία κατά των κακοπίστων τρίτων |
mech.eng. | rather good state of maintenance | αρκετά καλή κατάσταση συντηρήσεως |
chem. | refractory ceramic good | πυρίμαχο κεραμευτικό προϊόν |
econ. | returned good | επιστρεφόμενο αγαθό |
h.rghts.act. | right to good administration | δικαίωμα χρηστής διοίκησης |
fin. | standard of good practice | πρότυπα "καλής πρακτικής" |
law | statement of good practice | δήλωση ορθής πρακτικής |
industr. | substitute good | προϊόν υποκατάστασης |
el. | ten-times-better level | στάθμη δεκαπλάσιας αξιοπιστίας |
met. | this steel also has good high temperature strength | ο χάλυβας αυτός επίσης έχει μεγάλη μηχανική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες |
hobby, industr., construct. | travel good | είδη ταξιδίου |
fin., industr. | unfinished good | ημικατεργασμένο προϊόν |
stat. | uniformly better decision function | ομοιόμορφα καλύτερη συνάρτηση απόφασης |
stat. | uniformly better decision function | ομοιομόρφως καλύτερη συνάρτηση απόφασης |
UN | United Nations Good Offices Mission | αποστολή καλών υπηρεσιών |
market. | used good | μεταχειρισμένο αντικείμενο |
agric. | usual good farming practice | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
econ. | utility of a good | χρησιμότητα ενός αγαθού |
insur. | utmost good faith | καλή πίστη |
social.sc. | voluntary code of good practice | προαιρετικός κώδικας δεοντολογίας |