Subject | English | Greek |
earth.sc., el. | acoustic hearing aid | ακουστικό βοήθημα |
econ. | Action plan for coordinated aid to Poland and Hungary | Phare-κοινοτικό πρόγραμμα για την ενίσχυση της οικονομικής αναδιάρθρωσης των χωρών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης |
econ. | Action plan for coordinated aid to Poland and Hungary | Πρόγραμμα δράσης για την παροχή βοήθειας στην Πολωνία και την Ουγγαρία |
obs., econ. | Action plan for coordinated aid to Poland and Hungary | Πολωνία, Ουγγαρία: Ενίσχυση για την οικονομική αναδιάρθρωση |
gen. | Ad hoc Liaison Committee for Aid to the Occupied Territories | ad hoc επιτροπή συνδέσμου για το συντονισμό της διεθνούς βοήθειας προς τα Κατεχόμενα Εδάφη' ad hoc επιτροπή συνδέσμου |
gen. | ad hoc Liaison Committee responsible for the coordination of international aid to the Occupied Territories | ad hoc επιτροπή συνδέσμου για το συντονισμό της διεθνούς βοήθειας προς τα Κατεχόμενα Εδάφη' ad hoc επιτροπή συνδέσμου |
law | Additional Protocol to the European Agreement on the Transmission of Applications for Legal Aid | Συμπληρωματικό πρωτόκολλο στην Eυρωπαϊκή Συμφωνία για τη διαβίβαση των αιτήσεων δικαστικής αρωγής |
agric. | additional storage aid | ενίσχυση στη συμπληρωματική αποθεματοποίηση |
gen. | adoption and issuing of the Procedural and Substantive Rules State Aid Guidelines on the application and interpretation | θέσπιση και έκδοση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεωνκατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και ερμηνεία |
social.sc. | adult aid | ενίσχυση ενηλίκων |
transp. | Advisory Committee on Aids to Transport by Rail, Road and Inland Waterway | Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Ενισχύσεις που χορηγούνται στον Τομέα των Σιδηροδρομικών, Οδικών και Εσωτερικών Πλωτών Μεταφορών |
fin., transp. | Advisory Committee on aids to transport by rail, road and inland waterway | συμβουλευτική επιτροπή για τις ενισχύσεις που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών |
econ. | Advisory Committee on State Aid | Συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις |
gen. | Advisory Committee on the granting of aid for the coordination of transport by rail, road and inland waterway | Συμβουλευτική επιτροπή για τη χορήγηση ενισχύσεων για το συντονισμό των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών |
fin., transp. | Advisory Committee on the Granting of Aids to Transport by Rail, Road and Inland Waterway | συμβουλευτική επιτροπή για τις ενισχύσεις που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών |
agric., polit. | afforestation aid | ενίσχυση για τη δασοφύτευση των γεωργικών εκτάσεων |
social.sc., agric. | agricultural income aid | ενισχύσεις στο γεωργικό εισόδημα |
agric. | agricultural income aid | ενίσχυση στο γεωργικό εισόδημα |
agric. | agrimonetary aid | γεωργονομισματική ενίσχυση |
agric. | agrimonetary compensatory aid | γεωργονομισματική αντισταθμιστική ενίσχυση |
agric. | aid activating price | τιμή κατωφλίου για την ενεργοποίηση του καθεστώτος ενισχύσεως |
agric. | aid activating price | τιμή κατωφλίου ενεργοποίησης του καθεστώτος ενισχύσεως |
agric. | aid at a flat rate per hectare | κατ' αποκοπή ενίσχυση ανά εκτάριο |
agric. | aid at standard rate per hectare | κατ' αποκοπή ενίσχυση ανά εκτάριο |
econ., commer. | aid ceiling | μέγιστη ένταση ενίσχυσης |
agric. | aid certificate | πιστοποιητικό ενίσχυσης |
commer., econ. | aid component | στοιχείο ενίσχυσης |
gen. | aid constituting on infringement | παράτυπος χαρακτήρας των ενισχύσεων |
agric. | aid designed to cover part of the production costs | ενίσχυση προοριζόμενη για την κάλυψη μέρους του κόστους παραγωγής |
gen. | aid effectiveness agenda | θεματολόγιο για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας |
gen. | Aid Effectiveness Operational Framework | Επιχειρησιακό πλαίσιο της ΕΕ για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας |
commer., econ. | aid element | στοιχείο ενίσχυσης |
social.sc., lab.law. | aid equivalent to early retirement | ενισχύσεις αντίστοιχες προς την πρόωρη συνταξιοδότηση |
econ. | aid evaluation | αξιολόγηση της βοήθειας |
gen. | aid for continued operation | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας |
agric. | aid for conversion | πριμοδότηση μετατροπής |
social.sc. | aid for early retirement | ενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση |
econ., commer. | aid for employment | ενίσχυση για την απασχόληση |
econ., environ. | aid for environmental protection | ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος |
agric. | aid for feed for calves | ενίσχυση στη διατροφή μόσχων |
agric. | aid for improvement plans | ενίσχυση στα σχέδια βελτίωσης |
agric. | aid for investments | ενίσχυση για επενδύσεις |
agric. | aid for mechanization in upland areas | ενίσχυση για την εκμηχάνιση ορεινών περιοχών |
gen. | aid for projects and programmes | ενισχύσεις σχεδίων και προγραμμάτων |
nat.sc. | aid for redeployment | ενισχύσεις αναπροσαρμογής |
econ. | aid for refugees and returnees | βοήθεια στους πρόσφυγες και επαναπατριζόμενους |
patents., met. | aid for research | ενίσχυση για την έρευνα |
nat.sc. | aid for research and development | ενίσχυση για την έρευνα και την ανάπτυξη |
econ. | aid for restructuring | ενισχύσεις αναδιάρθρωσης |
social.sc., agric. | aid for small producers of arable crops | ενίσχυση υπέρ των μικρών παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών |
econ. | aid for start-ups | ενίσχυση εκκίνησης |
agric. | aid for the advertising of agricultural products | εθνική ενίσχυση για διαφήμιση γεωργικών προϊόντων |
gen. | aid for the afforestation | ενίσχυση που αφορά τη δενδροφύτευση με δασικά είδη |
agric., polit. | aid for the afforestation of agricultural land | ενίσχυση για τη δασοφύτευση των γεωργικών εκτάσεων |
agric. | aid for the ageing of quality liqueur wines | ενίσχυση για την παλαίωση των οίνων ποιότητας λικέρ |
agric. | aid for the disposal of agricultural products | ενίσχυση για τη διάθεση γεωργικών προϊόντων |
agric. | aid for the dissemination of results | ενίσχυση για τη διάδοση αποτελεσμάτων |
agric. | aid for the launching of producer groups | ενίσχυση για την έναρξη της λειτουργίας των ομάδων παραγωγών |
agric. | aid for the production of durum wheat | ενίσχυση στο σκληρό σίτο |
agric. | aid for the promotion of small animal farming | ενίσχυση προοριζόμενη για την προώθηση των μικρών εκτροφείων |
agric. | aid for the re-establishment of forests | ενίσχυση για την αναμόρφωση των δασών |
gen. | aid for trade | βοήθεια για το εμπόριο |
agric. | aid for varietal conversion | ενίσχυση στη μετατροπή των ποικιλιών |
econ. | aid grant with preference to regions | ενίσχυση για λόγους περιφερειακής προτίμησης |
gen. | aid granted by a public body | ενίσχυση χορηγούμενη από δημόσιο οργανισμό |
econ. | aid granted by States | κρατικές ενισχύσεις |
gen. | aid granted through State resources is being misused | ενίσχυση που χορηγείται με κρατικούς πόρους εφαρμόζεται καταχρηστικώς |
gen. | aid granted unilaterally | ενίσχυση που χορηγείται αυτόνομα |
econ. | aid in kind | βοήθεια εις είδος |
econ., agric. | aid in kind | βοήθεια σε είδος |
gen. | aid in the form of preferential tariff | ενίσχυση υπό μορφή μειωμένης τιμής |
econ., commer. | aid intensity | ένταση των ενισχύσεων |
tech., chem. | to aid observation of the end point | διευκόλυνση της αλλαγής χρώματος |
econ. | aid per hectare | ενίσχυση ανά εκτάριο |
agric. | aid per quintal of seeds produced | ενίσχυση κατά στατήρα παραγομένων σπόρων |
econ. | aid policy | πολιτική παροχής βοήθειας |
econ. | aid programme | πρόγραμμα ενισχύσεων |
agric. | aid programme | πρόγραμμα ενίσχυσης |
agric. | aid programme | πρόγραμμα βοηθείας |
law | aid provided from public funds | ενίσχυση από δημόσιους πόρους |
agric. | aid rate | ποσοστό ενίσχυσης |
econ. | aid recipient | δικαιούχος της βοήθειας |
econ., commer. | aid scheme | καθεστώς ενισχύσεων |
econ. | aid system | καθεστώς ενισχύσεων |
agric. | aid to agriculture | γεωργικές ενισχύσεις |
agric. | aid to butter consumption | ενίσχυση στην κατανάλωση βουτύρου |
agric. | aid to compensate for loss of livestock | ενίσχυση για την απώλεια ζωικού κεφαλαίου |
econ. | aid to disadvantaged groups | ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων |
econ. | aid to disaster victims | βοήθεια στα θύματα καταστροφών |
econ. | aid to exports outside the Community | ενίσχυση εξαγωγών εκτός της Κοινότητας |
agric. | aid to help market alcohol produced | ενίσχυση για τη διάθεση της παραγόμενης αλκοόλης |
econ. | aid to industry | ενισχύσεις στη βιομηχανία |
gen. | aid to industry | ενίσχυση στο βιομηχανικό τομέα |
life.sc., transp. | aid to navigation | βοήθημα ναυσιπλοας |
chem. | aid to polymerisation | βοηθητικό μέσο πολυμερισμού |
law | aid to promote culture and heritage conservation | ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς |
econ. | aid to promote the economic development | ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως |
econ. | aid to refugees | βοήθεια στους πρόσφυγες |
agric. | aid to small producers | ενίσχυση στους μικρούς παραγωγούς |
econ., agric. | Aid to trade promotion | ενίσχυση για την εμπορική προώθηση |
econ. | aid to undertakings | ενίσχυση επιχειρήσεων |
gen. | aid towards the payment of interest | επιδότηση επιτοκίου |
law | aiding and abetting | βοήθεια |
med. | AIDS after a transfusion | Σ.Ε.Α.Α.κατόπιν μεταγγίσεων |
social.sc., health. | AIDS cases | κρούσματα AIDS |
met. | aids code for the steel industry | κώδικας ενισχύσεων στη σιδηρουργία |
med. | AIDS dementia complex | εγκεφαλοπάθεια HIV |
med. | AIDS dementia complex | εγκεφαλοπάθεια από ιό ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου |
med. | AIDS dementia complex | σύμπλεγμα AIDS-καταθλίψεως |
med. | AIDS dementia complex | σύμπλεγμα γνωστικό-κινητικό-HIV |
med. | AIDS dementia complex | εγκεφαλίτιδα HIV |
med. | AIDS encephalopathy | σύμπλεγμα γνωστικό-κινητικό-HIV |
med. | AIDS encephalopathy | εγκεφαλοπάθεια HIV |
med. | AIDS encephalopathy | σύμπλεγμα AIDS-καταθλίψεως |
med. | AIDS encephalopathy | εγκεφαλίτιδα HIV |
med. | aids for the blind | βοηθήματα για τους τυφλούς |
lab.law. | aids for the creation of self-employed activities | ενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητων εργαζομένων |
econ. | aids for the production | ενισχύσεις για την παραγωγή |
fin. | aids for the production and marketing of the various products | ενισχύσεις τόσο για την παραγωγή όσο και για την εμπορία των διαφόρων προïόντων |
fin., agric. | aids for the set-aside of farmland | καθεστώς ενισχύσεων για την προσωρινή παύση της καλλιέργειας των αρόσιμων γαιών |
fin., agric. | aids for the set-aside of farmland | ενισχύσεις που αφορούν την παύση καλλιέργειας αρόσιμων γαιών |
med. | AIDS related complex | σύμπλεγμα σχετιζόμενο με το Aids |
med. | AIDS-Related Complex | σύμπλοκο σχετιζόμενο με το ΑΙDS |
med. | AIDS-related dementia | εγκεφαλοπάθεια από ιό ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου |
econ. | all systems of aid existing in Member States | τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα Kράτη μέλη |
gen. | annual report of aid payments | ετήσια έκθεση για τη χορήγηση των ενισχύσεων |
gen. | anti-competitive level of aid | αντιανταγωνιστικές συνέπειες των ενισχύσεων |
law | application for legal aid relating to pending cases | αίτηση χορηγήσεως ευεργετήματος πενίας που άπτεται εκκρεμών προσφυγών |
agric. | "area" aid | καταβολές ανά επιφάνεια |
agric. | area-aid | ενίσχυση "εκτάσεις" |
agric. | "area" aid | ενίσχυση βάσει της έκτασης |
agric. | area-aid | ενίσχυση ανά εκτάριο |
agric. | "area" aid | ενίσχυση ανά εκτάριο |
agric. | "area" aid | ενίσχυση "εκτάσεις" |
econ. | area benefiting from regional aid | ζώνη που λαμβάνει περιφερειακή ενίσχυση |
agric. | area-related aid | καταβολές ανά επιφάνεια |
tech., chem. | ashing aid | βοηθητική ύλη για την αποτέφρωση |
med. | audio-visual aid | οπτικο-ακουστική βοηθητική διάταξη |
gen. | audiovisual aids | οπτικοακουστικά μέσα |
econ. | authorization for State aids | έγκριση των κρατικών ενισχύσεων |
econ. | bilateral aid | διμερής βοήθεια |
social.sc., food.ind. | bilateral food aid | διμερής επισιτιστική βοήθεια |
hobby | buoyancy aid | σωσίβιο |
gen. | capital aid | εισφορά κεφαλαίου |
agric. | case of notified aid | υπόθεση κοινοποιηθείσας ενίσχυσης |
agric. | Cereals Trade Convention and the Food Aid Convention, constituting the International Cereals Agreement of 1995 | η σύμβαση επί του εμπορίου των σιτηρών και η σύμβαση που αφορά την επισιτιστική βοήθεια, οι οποίες συνιστούν τη Διεθνή Συμφωνία περί των συμβάσεων επί των σιτηρών του 1995 |
econ., industr. | Code on aid to the synthetic fibres industry | πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών |
econ., fin. | Committee for Aid to non-Associated Developing Countries | επιτροπή βοήθειας προς τις μη συνδεδεμένες αναπτυσσόμενες χώρες |
gen. | Committee for Aid to Non-Associated Developing Countries | Επιτροπή Βοηθείας προς τις μη Συνδεδεμένες Αναπτυσσόμενες Χώρες |
energ.ind. | Committee for granting Community financial aid in the field of trans-European networks | επιτροπή για τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων |
gen. | Committee for implementation of humanitarian aid operations | Επιτροπή για την εφαρμογή δράσεων ανθρωπιστικής βοήθειας |
law | Committee for implementation of the directive to improve access to justice in cross-border disputes by establishing minimum common rules relating to legal aid for such disputes | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα πενίας στις διαφορές αυτές |
econ. | Committee for Programming and Coordination of Aids granted by Member States | επιτροπή προγραμματισμού και συντονισμού των ενισχύσεων των κρατών μελών |
gen. | Committee on general rules for the granting of Community financial aid in the field of trans-European networks transport, telecommunications and energy | Επιτροπή των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας |
polit. | Committee on the Community action programme on the prevention of AIDS and certain other communicable diseases 1996-2000 | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων 1996-2000 |
social.sc. | communication aid | βοήθημα επικοινωνίας |
gen. | Community aid | κοινοτική ενίσχυση |
econ. | Community aid and cooperation operations in Asia | Κοινοτικές ενέργειες βοήθειας και συνεργασίας υπέρ ορισμένων χωρών της Ασίας |
law | Community aid programme | κοινοτικό πρόγραμμα βοήθειας |
agric. | Community aid scheme for forestry measures in agriculture | κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεως για τα δασικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας |
gen. | Community aid to consumption | κοινοτική ενίσχυση στην κατανάλωση |
agric. | Community food aid | κοινοτική ενέργεια επισιτιστικών δωρεών |
gen. | Community food aid | κοινοτική επισιτιστική βοήθεια |
busin., labor.org. | Community guidelines on State aid for rescuing and restructuring firms in difficulty | Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων |
agric. | compensatory aid | αντισταθμιστική ενίσχυση |
econ. | Conference of aid donors | διάσκεψη χορηγώνγια ενίσχυση |
agric. | contract-related production aid | ενισχύσεις στην παραγωγή συνδεδεμένες με συμβάσεις με σύμβαση |
econ. | control of State aid | έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων |
econ., UN | Convention between the European Community and the United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees UNRWA concerning aid to refugees in the countries of the Near East | Σύμβαση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Υπηρεσίας Αρωγής και ΄Εργων των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες της Παλαιστίνης UNRWA σχετικά με τη βοήθεια στους πρόσφυγες στις χώρες της Εγγύς Ανατολής |
nat.sc., industr. | conversion aid | ενισχύσεις μετατροπής |
econ. | convoying of humanitarian aid | μεταφορά της ανθρωπιστικής βοήθειας |
econ. | coordination of aid | συντονισμός των ενισχύσεων |
gen. | cost of transporting the aid | έξοδα μεταφοράς της βοήθειας |
econ., commer., polit. | Council for Mutual Economic Aid | Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας |
econ., commer., polit. | Council for Mutual Economic Aid | ΚΟΜΕΚΟΝ |
agric., polit. | coupled aid | συνδεδεμένη στήριξη |
gen. | cumulation of aids for different purposes | σώρευση ενισχύσεων διαφόρων τύπων |
econ., commer. | de minimis aid | ενίσχυση de minimis |
med. | deaf-aid | συσκευή για τη διευκόλυνση της ακοής στους κουφούς |
gen. | decision approving aid | απόφαση αποδοχής των ενισχύσεων |
med. | declared AIDS | εκδηλωμένο Σ.Ε.Α.Α. |
med. | declared AIDS | εκδηλωμένο AIDS |
agric., polit. | decoupled aid | αποσυνδεδεμένη ενίσχυση |
commer., polit., agric. | decoupling of aid | αποσύνδεση |
commer., polit., agric. | decoupling of aid | αποσύνδεση των ενισχύσεων |
social.sc. | delivery of humanitarian aid | διοχέτευση της ανθρωπιστικής βοήθειας |
econ. | development aid | αναπτυξιακή βοήθεια |
agric. | direct aid to investment | άμεση ενίσχυση για επενδύσεις |
gen. | direct aid to investment | άμεσες ενισχύσεις των επενδύσεων |
obs., polit. | Directorate-General K - Foreign Affairs Council, Enlargement, Humanitarian Aid and Civil Protection | Γενική Διεύθυνση Κ - Συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων, Διεύρυνση, Ανθρωπιστική βοήθεια και Πολιτική προστασία |
econ., med. | disability aid | συσκευή |
gen. | disaster aid | βοήθεια σε περίπτωση καταστροφών |
econ., commer. | discretionary aid | ενίσχυση σε πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας |
chem. | dispersing aid | μέσο διασποράς |
econ. | distribution of aid | κατανομή των ενισχύσεων |
econ. | distributors of social aid or assistance | διανομείς κοινωνικής αρωγής |
gen. | EC food aid | κοινοτική επισιτιστική βοήθεια |
econ. | economic aid | οικονομική βοήθεια |
gen. | economic aid in the form of grants | οικονομική βοήθεια με τη μορφή δωρεών |
econ. | ECSC aid | ενισχύσεις ΕΚΑΧ |
h.rghts.act., social.sc. | Ecumenical Aid Service | Οικουμενική Υπηρεσία Αλληλοβοήθειας |
med. | electronic aid for the blind | ηλεκτρονική συσκευή που δίνει τη δυνατότητα στους τυφλούς να καθοδηγούνται |
econ. | emergency aid | επείγουσα βοήθεια |
gen. | emergency aid | επείγουσα ενίσχυση; ενίσχυση επείγουσας φύσης |
gen. | emergency aid for the victims of the fighting | βοήθεια έκτακτης ανάγκης προς τους πληθυσμούς θύματα των συγκρούσεων |
econ. | employment aid | ενισχύσεις για την απασχόληση |
econ., commer. | employment aid | ενίσχυση για την απασχόληση |
econ., environ. | environmental aid | ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος |
law, environ. | Environmental State Aid Act | νόμος περί περιβαλλοντικών ενισχύσεων |
econ. | EU aid | ενίσχυση της ΕΕ |
gen. | EU Aid Volunteers | Ευρωπαϊκό Σώμα Εθελοντών Ανθρωπιστικής Βοήθειας |
gen. | EU Aid Volunteers | Εθελοντές ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ |
gen. | EU Operational Framework on Aid Effectiveness | Επιχειρησιακό πλαίσιο της ΕΕ για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας |
med. | EUROPE AGAINST AIDS | Σχέδιο δράσης σχετικά με το πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του ΑIDS" 1991-1993 |
law | European Agreement on the Transmission of Applications for Legal Aid | Eυρωπαϊκή Συμφωνία για τη διαβίβαση των αιτήσεων δικαστικής αρωγής |
health., UN | European Centre for the Epidemiological Monitoring of AIDS | Ευρωπαϊκό Κέντρο Επιδημιολογικού Ελέγχου του AIDS |
health., UN | European Centre for the Epidemiological Monitoring of AIDS | Ευρωπαϊκό Κέντρο Επιδημιολογικής Παρακολούθησης του AIDS |
obs. | European Community Humanitarian Aid Office | Υπηρεσία Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας |
gen. | European Consensus on Humanitarian Aid | ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη για την ανθρωπιστική βοήθεια |
health. | European Programme for Action to Confront HIV/AIDS, Malaria and Tuberculosis through External Action 2007-2011 | Ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση του ιού HIV/AIDS, της ελονοσίας και της φυματίωσης μέσω εξωτερικής δράσης 2007-2011 |
med. | European Vaccine against AIDS | ευρωπαϊκό εμβόλιο κατά του AIDS |
med. | European Vaccine against AIDS | Ευρωπαϊκό εμβόλιο κατά του ΑΙDS |
gen. | European Voluntary Humanitarian Aid Corps | Εθελοντές ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ |
gen. | European Voluntary Humanitarian Aid Corps | Ευρωπαϊκό Σώμα Εθελοντών Ανθρωπιστικής Βοήθειας |
econ. | export aid | ενίσχυση των εξαγωγών |
econ. | external aid | εξωτερική ενίσχυση |
gen. | extra amount humanitarian aid | συμπληρωματική πίστωση για ανθρωπιστική βοήθεια |
med. | face plate hearing-aid | βοηθητική συσκευή ακοής με εμπρόσθια πλάκα |
gen. | fast-spending aid | επείγουσα ενίσχυση; ενίσχυση επείγουσας φύσης |
agric. | fattening aid for male bovine animals | επιδότηση για την εκπάχυνση αρσενικών βοδιών |
agric. | fattening aid for male bovine animals | ενίσχυση για την εκπάχυνση αρσενικών βοοειδών |
forestr. | felling aids | βοηθήματα υλοτόμησης |
chem. | filter aid | βοήθημα διήθησης |
agric. | filter aids | διηθητικές ύλες |
chem. | filtration aid | βοήθημα διήθησης |
econ. | financial aid | χρηματοπιστωτική βοήθεια |
econ. | financing of aid | χρηματοδότηση της βοήθειας |
econ. | first aid | πρώτες βοήθειες |
mater.sc. | first-aid box | κιβώτιο πρώτων βοηθειών |
gen. | first aid instructions | οδηγίες πρώτων βοηθειών |
gen. | first aid measure | μέτρα πρώτων βοηθειών |
med. | first aid oxygen generator | γεννήτρια θεραπευτικού οξυγόνου |
med. | first-aid post | σταθμός πρώτων βοηθειών |
med. | first-aid post | χώρος πρώτων βοηθειών |
med. | first-aid room | αναρρωτήριο |
med. | first-aid room | σταθμός πρώτων βοηθειών |
med. | first-aid room | αίθουσα πρώτων βοηθειών |
med. | first-aid room | χώρος πρώτων βοηθειών |
med. | first aid station | χώρος πρώτων βοηθειών |
med. | first aid station | σταθμός πρώτων βοηθειών |
gen. | flat-rate aid | κατ'αποκοπή ενίσχυση |
agric. | flat-rate aid per hectare | κατ' αποκοπή ενίσχυση ανά εκτάριο |
econ. | food aid | επισιτιστική βοήθεια |
agric., food.ind. | Food Aid Committee | επιτροπή επισιτιστικής βοήθειας |
gen. | Food Aid Convention, 1995 | Σύμβαση του 1995 για την επισιτιστική βοήθεια |
gen. | Food Aid Convention, 1999 | Σύμβαση του 1999 για την επισιτιστική βοήθεια |
gen. | food aid mobilization | κινητοποίηση της επισιτιστικής βοήθειας |
gen. | Food Security and Food Aid Committee | Επιτροπή επισιτιστικής ασφάλειας και βοήθειας |
econ. | foreign aid | εξωτερική βοήθεια |
forestr. | forest-worker aids | εργαλεία δασεργατών |
agric., fish.farm. | formation aid | ενίσχυση για τη σύσταση |
gen. | fragmentation of Community aid | κατακερματισμός της κοινοτικής ενίσχυσης |
econ. | framework for State aids | πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων |
agric. | framework system for national aids for farm incomes | πλαισίωση των εισοδηματικών ενισχύσεων που χορηγούν τα κράτη μέλη στους γεωργούς |
agric., polit. | framework system for national aids to agricultural income | καθεστώς πλαισίωσης των εθνικών ενισχύσεων στο γεωργικό εισόδημα |
med. | Franco-American AIDS Foundation | Γαλλο-Αμερικανικό Ίδρυμα κατά του Συνδρόμου Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας |
med. | Franco-American AIDS Foundation | Γαλλο-Αμερικανικό Ίδρυμα κατά του AIDS |
econ. | general aid for the purchase and development of technology | γενικές ενισχύσεις για την αγορά και την ανάπτυξη τεχνολογίας |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | to grant aid | συνδράμω |
econ. | grant aid | επιδότηση |
econ. | grant aid | επιχορήγηση |
econ. | grant aid | επιχορηγήσεις |
econ. | grant aid | χορηγήσεις |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | to grant aid | παρέχω βοήθεια |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | to grant aid | λαμβάνω προνοιακά μέτρα |
econ. | grant aid from budgetary resource | επιχορηγήσεις από πόρους προϋπολογισμού |
econ. | grant aid from budgetary resource | επιχορηγήσεις από δημοσιονομικούς πόρους |
law | grant of legal aid | παροχή του ευεργετήματος πενίας |
law, market. | grant-in-aid | επιχορήγηση |
law, market. | grant-in-aid | επιδότηση |
agric., construct. | grant-in-aid | ανάγκες σε αρδευτικό νερό |
agric. | granting modernisation aid | χορήγηση ενίσχυσης για τον εκσυγχρονισμό |
econ. | health aid | υγειονομική βοήθεια |
med. | hearing aid | ακουστικό βαρηκοϊας |
gen. | HELLENIC-AID | Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας |
med. | HIV/AIDS-related operations in developing countries | Δράσεις σχετικές με τον ιό HIV και το AIDS στις αναπτυσσόμενες χώρες |
econ. | humanitarian aid | ανθρωπιστική βοήθεια |
econ., ed. | humanitarian aid diploma | δίπλωμα ανθρωπιστικής βοήθειας |
econ. | illegal and incompatible aid | παράνομη και ασυμβίβαστη ενίσχυση |
gen. | income aid | εισοδηματική ενίσχυση |
econ., commer. | individual aid | ατομική ενίσχυση |
earth.sc. | infrared "night eye" visual aid | υπέρυθρη οπτική βοήθεια |
agric., fish.farm. | initial aid | ενίσχυση εκκίνησης |
econ. | Internal Agreement on the financing and administration of Community aid | εσωτερική συμφωνία για τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των ενισχύσεων της Κοινότητας |
econ. | international aid | διεθνής βοήθεια |
agric. | investment aid | ενίσχυση για επενδύσεις |
econ., commer. | investment aid | επενδυτική ενίσχυση |
econ. | investment aid | ενισχύσεις για επενδύσεις |
gen. | investment aid | επιχορήγηση επενδύσεων |
gen. | investment aid | επιδότηση επενδύσεων |
agric. | investment aid programme for individual holdings | πρόγραμμα προώθησης των επενδύσεων μεμονωμένων επιχειρήσεων |
econ. | investment eligible for the aid | επένδυση που δικαιούται ενίσχυση |
agric., fish.farm. | launching aid | ενίσχυση εκκίνησης |
agric. | launching aid | ενίσχυση για έναρξη λειτουργίας |
law, social.sc. | legal aid | δικαστική αρωγή |
law, social.sc. | legal aid | δωρεάν δικαστική αρωγή |
econ. | legal aid | ευεργέτημα πενίας |
law, social.sc. | legal aid | ευεργέτημα της πενίας |
law, social.sc. | legal aid | νομική βοήθεια |
law | legal aid | παροχή του ευεργετήματος πενίας |
law, immigr. | legal aid in immigration and asylum cases | δωρεάν νομική συνδρομή αλλοδαποί |
law | legal aid society | γραφείο παροχής νομικών συμβουλών |
agric., polit. | livestock' aid application | αίτηση για χορήγηση κτηνοτροφικής ενισχύσεως |
gen. | maintenance aid | ενισχύσεις για τη συντήρηση |
med. | mask first aid oxygen container | κιβώτιο οξυγόνου ανάγκης-πρώτων βοηθειών με τρεις μάσκες |
econ., commer. | maximum aid intensity | μέγιστη ένταση ενίσχυσης |
commer. | maximum gross intensity of the aid | ακαθάριστο ύψος της ενίσχυσης |
fin. | measures to standardize the charges and aids | μέτρα για την ομοιομορφία των φορολογικών επιβαρύνσεων και ενισχύσεων |
med. | mechanical calfing aid | συσκευή μοσχοτοκίας |
life.sc., el. | meteorological aids | μετεωρολογικά βοηθήματα |
tech. | military aid | στρατιωτική βοήθεια |
social.sc. | misappropriation of aid | υπεξαίρεση της βοήθειας |
med. | mobility aid | μηχανισμός υποστήριξης της κινητικότητας |
econ. | modernisation aid | ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό |
med. | Multicenter AIDS Cohort Study | μελέτη MAC |
econ. | multilateral aid | πολυμερής βοήθεια |
social.sc. | mutual aid | αλληλοβοήθεια μεταξύ των γειτόνων |
social.sc. | mutual aid | αλληλοβοήθεια |
gen. | national aid | εθνική ενίσχυση |
h.rghts.act. | National Committee for Aid to Refugees, Returnees and Displaced Persons | Εθνική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες |
econ. | navigation aid | βοήθημα πλοήγησης |
med. | neonatal AIDS | παιδιατρικό Σ.Ε.Α.Α |
med. | neonatal AIDS | νεογνικό Σ.Ε.Α.Α. |
gen. | non-ECSC aid | ενίσχυση εκτός ΕΚΑΧ |
econ. | non-refundable aid | δωρεάν βοήθεια |
agric. | non-reimbursable preaccession aid | ενίσχυση που χορηγείται πριν από την ένταξη και δεν επιστρέφεται |
econ., fin. | non-returnable aid | μη επιστρεφόμενη βοήθεια |
commer. | notice on the enforcement of State aid law by national courts | Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια |
econ., commer. | notifiable regional aid | κοινοποιήσιμες περιφερειακές ενισχύσεις |
econ., fin., UN | official development aid | Επίσημη Αναπτυξιακή Αρωγή |
econ., fin., UN | official development aid | δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια |
econ., commer. | operating aid | ενίσχυση λειτουργίας |
gen. | operating aid | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας |
gen. | Overseas Development Aid | Ανάπτυξιακή Βοήθεια στις Υπερπόντιες Χώρες |
health., food.ind. | Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα |
health., food.ind. | Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | οµάδα µε θέµα τις πρόσθετες ύλες των τροφίµων,τα αρτύµατα,τα βοηθητικά µέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή µε τα τρόφιµα |
commer. | Paris Declaration on Aid Effectiveness | Δήλωση του Παρισιού για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας |
econ., market. | partially untied aid financing | χρηματοδοτική βοήθεια εν μέρει άνευ όρων |
gen. | PEN Aids | βοηθητικά μέσα εισχώρησης |
gen. | PEN Aids | βοηθητικά μέσα διείσδυσης |
gen. | penetration aid | διεισδυτικό βοήθημα |
gen. | Penetration Aids | βοηθητικά μέσα διείσδυσης |
gen. | Penetration Aids | βοηθητικά μέσα εισχώρησης |
med. | people living with HIV and AIDS | άτομα που ζουν με HIV/AIDS |
gen. | persistent failure to notify national aids | μη συστηματική κοινοποίηση των κρατικών ενισχύσεων |
law, social.sc. | person receiving social aid | αποδέκτης παροχών κοινωνικής πρόνοιας |
law, social.sc. | person receiving social aid | αποδέκτης κοινωνικών παροχών |
hobby | personal buoyancy aid | φουσκωτό μέσο ατομικής προστασίας |
gen. | Pilot scheme to provide financial aid for translations of contemporary literary works | Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις σύγχρονων λογοτεχνικών έργων |
med. | Plan of action in the framework of the 1991 to 1993 "Europe against AIDS" programme | Σχέδιο δράσης σχετικά με το πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του ΑIDS" 1991-1993 |
chem. | polymer production aid | βοηθητικό μέσο παραγωγής πολυμερών |
social.sc. | post-therapeutic social aid | μετανοσοκομειακή κοινωνική βοήθεια ή περίθαλψις |
econ. | pre-accession aid | προενταξιακή βοήθεια |
econ., agric. | price compensation aid | αντισταθμιστική ενίσχυση τιμών |
agric. | price compensation aid | αντισταθμιστική ενίσχυση των τιμών |
econ. | private aid | ιδιωτική βοήθεια |
agric. | private storage aid | ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση |
econ. | Procedural and Substantive Rules in the Field of State Aid | διαδικαστικοί και ουσιαστικοί κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων |
gen. | procedural regulation for State aid | κανονισμός διαδικασίας των κρατικών ενισχύσεων |
social.sc., food.ind. | procedure for mobilizing food aid | διαδικασίες για τη συγκέντρωση της επισιτιστικής βοήθειας |
agric., food.ind., chem. | processing aid | τεχνολογικό βοηθητικό |
construct. | processing aid | βοηθητικό μέσο επεξεργασίας |
agric., food.ind., chem. | processing aid | τεχνολογικές βοηθητικές ουσίες |
agric. | processing aid and additive | προϊόν που χρησιμοποιείται ως προσθετο ή βοηθητικό της επεξεργασίας |
econ. | production aid | ενισχύσεις για την παραγωγή |
fin. | production aid | ενίσχυση για την παραγωγή |
agric. | production aid | ενίσχυση στην παραγωγή |
econ. | programmable aid | προγραμματισμένη ενίσχυση |
gen. | programmable aid | προγραμματιζόμενη βοήθεια |
agric., polit. | Programme of Agricultural Income Aid | πρόγραμμα ενισχύσεων στο γεωργικό εισόδημα ΠΕΓΕ |
agric. | Programme of agricultural income aid | Πρόγραμμα των γεωργικών εισοδηματικών ενισχύσεων |
social.sc., agric. | Programme of Agricultural Income Aids | Πρόγραμμα Ενισχύσεων στο Γεωργικό Εισόδημα |
agric., mater.sc. | Programme of aid for the modernization and renovation of the fisheries sector | Πρόγραμμα ενισχύσεως για τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση του τομέα της αλιείας |
health., ed. | programme of Community action on the prevention of AIDS and certain other communicable diseases | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων |
health. | Programme of Community action on the prevention of AIDS and certain other communicable diseases | κοινοτικό πρόγραµµα δράσης για την πρόληψη του AIDS και ορισµένων άλλων µεταδοτικών νόσων |
med. | Programme of Community action on the prevention of AIDS and certain other communicable diseases within the framework for action in the field of public health | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
agric. | programme of food aid for the needy | πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας υπέρ των πλέον απόρων |
gen. | programmed aid | προγραμματιζόμενη βοήθεια |
econ., agric. | Programmes of agricultural income aid | Πρόγραμμα των γεωργικών εισοδηματικών ενισχύσεων |
econ. | programming of development aid | προγραμματισμός της βοήθειας για την ανάπτυξη |
gen. | project and programme aid | ενισχύσεις σχεδίων και προγραμμάτων |
gen. | proposal for the allocation of aid | πρόταση χορήγησης βοήθειας |
gen. | Protocol 3 on the functions and powers of the EFTA Surveillance Authority in the field of State aid | Πρωτόκολλο 3 για τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων |
gen. | Protocols for the further extension of the Wheat Trade Convention and Food Aid Convention constituting the International Wheat Agreement, 1971 | Πρωτόκολλα "νέας παρατάσεως της συμφωνίας περί εμπορίας του σίτου και της συμφωνίας περί παροχής βοηθείας εις τρόφιμα αίτινες αποτελούν την διεθνή συμφωνίαν του σίτου του έτους 1971" |
gen. | 1983 Protocols for the further extension of the Wheat Trade Convention, 1971 and the Food Aid Convention, 1980, constituting the International Wheat Agreement, 1971 | της Σύμβασης επισιτιστικής βοήθειας 1980 που αποτελούν τη Διεθνή Συμφωνία σίτου 1971 |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | to provide aid | συνδράμω |
social.sc. | to provide aid | παρέχω βοήθεια |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | to provide aid | λαμβάνω προνοιακά μέτρα |
met. | provided that the amount and intensity of the aids are justified | εφόσον το ποσό και η ένταση των ενισχύσεων δικαιολογούνται ... |
fin., agric. | public aid | κρατική βοήθεια |
fin., agric. | public aid | κρατική ενίσχυση |
econ. | quick-disbursing aid | ενίσχυση με ταχεία καταβολή |
agric. | rate of aid | ποσοστό ενίσχυσης |
gen. | re-adaptation aids | ενισχύσεις αναπροσαρμογής |
law | recovery of sums paid out by way of legal aid | ανάληψη των ποσών που καταβάλλονται λόγω του ευεργετήματος πενίας |
econ. | redevelopment aid | ενισχύσεις μετατροπής |
econ. | reduction in the coverage of regional aid | μείωση της κάλυψης της περιφερειακής ενίσχυσης |
econ. | re-establish the situation that existed on the market prior to the granting of the aid | επαναφορά στην κατάσταση που υπήρχε στην αγορά πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης |
law | refusal of mutual aid | άρνηση της αμοιβαίας συνδρομής |
econ. | regional aid | περιφερειακές ενισχύσεις |
econ. | regional aid for an exceptional situation | περιφερειακή ενίσχυση λόγω εκτάκτων περιστάσεων |
gen. | regional aid map | Χάρτης περιφερειακών ενισχύσεων |
gen. | regional aid scheme | καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων |
gen. | regional aid scheme | καθεστώς ενίσχυσης με περιφερειακή σκοπιμότητα |
econ., commer. | regional investment aid | περιφερειακή επενδυτική ενίσχυση |
econ. | regional investment aid scheme | σχέδιο περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων |
econ., commer. | regional operating aid | περιφερειακή λειτουργική ενίσχυση |
agric. | regionalised system of per hectare aids | σύστημα ενίσχυσης ανά εκτάριο επί περιφερειακής βάσης |
law, fin. | register of non-notified aids | κατάλογος μη κοινοποιημένων ενισχύσεων |
econ. | reimbursement of aid | επιστροφή ενισχύσεων |
gen. | reinforced concrete aid raid shelter | αντιαεροπορικό καταφύγιο κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα |
busin., labor.org. | rescue and restructuring guidelines for State Aid | Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων |
mater.sc. | research aid orientated towards enterprises | ενίσχυση για την έρευνα με κατεύθυνση τις επιχειρήσεις |
fin. | reserve for emergency aid | αποθεματικό για επείγουσα βοήθεια |
fin. | reserve for emergency aid | αποθεματικό έκτακτης βοήθειας |
gen. | retention within the aid scheme | διατήρηση στο καθεστώς ενισχυόμενης περιοχής |
law | right to legal aid | δικαίωμα νομικής αρωγής |
econ., fin., commer. | risk finance aid measure | μέτρα κεφαλαίων κινδύνου |
gen. | rules on eligibility for aid | κριτήριο να μπορούν να επωφεληθούν του καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων |
econ. | sales aid | ενίσχυση διάθεσης |
health., food.ind. | Scientific Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα |
gen. | sector on which aid is to be concentrated | κεντρικός τομέας της βοήθειας |
econ. | sectoral aid | ενίσχυση κατά τομέα |
agric. | silo maize aid | στηρίξη της ενσίρωσης αραβόσιτου |
agric. | single aid rate | ενιαίος συντελεστής ενίσχυσης |
econ. | Somalia Aid Coordination Body | Φορέας Συντονισμού της Βοήθειας για τη Σομαλία |
econ. | Somalia Aid Coordination Body | Οργανισμός συντονισμού της βοήθειας υπέρ της Σομαλίας |
econ. | source of aid | προέλευση της βοήθειας |
agric. | special aid | ειδική ενίσχυση |
econ., agric. | special installation aid | ειδική ενίσχυση εγκατάστασης |
agric. | special storage aid for quality wine | ειδική ενίσχυση στην αποθεματοποίηση οίνων ποιότητας |
agric. | specific aid for the use of arable land for non-food purposes | ειδική ενίσχυση για τη χρησιμοποίηση των αρόσιμων γαιών για μη γεωργικούς σκοπούς |
med. | speech-aid | συσκευή διευκόλυνσης της ομιλίας |
health. | Speech Analytic Hearing Aids for the Profoundly Deaf in Europe | ακουστικό βοήθημα ανάλυσης λόγου για άτομα με βαρεία κώφωση |
econ. | Sri Lanka Aid Consortium | ομάδα παροχής βοήθειας στη Σρι Λάνκα |
econ. | Sri Lanka Aid Consortium | κονσόρτιουμ για τη χορήγηση βοήθειας στη Σρι Λάνκα |
econ. | Sri Lanka Aid Group | κονσόρτιουμ για τη χορήγηση βοήθειας στη Σρι Λάνκα |
econ. | Sri Lanka Aid Group | ομάδα παροχής βοήθειας στη Σρι Λάνκα |
agric., fish.farm. | starter aid | ενίσχυση εκκίνησης |
econ. | start-up aid | ενίσχυση εκκίνησης |
agric. | start-up aid | ενίσχυση για έναρξη λειτουργίας |
econ. | State aid | κρατικές ενισχύσεις |
econ., environ. | State aid for environmental protection | ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος |
econ. | State aid rules | κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις |
econ. | State Aid Scoreboard | πίνακας αποτελεσμάτων για τις κρατικές επιχειρήσεις |
gen. | State Aids Management Information System | Σύστημα πληροφοριών για τη διαχείριση των κρατικών επενδύσεων |
agric. | structural adjustment aid | διαρθρωτική ενίσχυση |
gen. | structural adjustment aid | βοήθεια για τη διαρθρωτική ανάπτυξη |
gen. | structural aid for farmers | διαρθρωτικές ενισχύσεις στους γεωργούς |
gen. | such other categories of aid as may be specified by decision of the Council | άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο,το οποίο αποφασίζει... |
econ. | supplementary aid for products | συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα |
med. | supply of hearing aids | προμήθεια οργάνων ακοής |
econ. | suspension of aid | αναστολή της βοήθειας |
econ. | system of aids to press undertakings | σύστημα ενισχύσεων προς τις τυπογραφικές επιχειρήσεις |
agric. | system of investment aid to agricultural holdings | σύστημα ενισχύσεων των επενδύσεων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις |
gen. | system of national regional aid | σύστημα εθνικής περιφερειακής ενίσχυσης |
gen. | technical aid | τεχνικά μέσα βοήθειας |
agric. | temporary aid | μεταβατική ενίσχυση |
econ. | terms for aid | όροι παροχής βοήθειας |
gen. | the categories of aid exempted from this procedure | οι κατηγορίες ενισχύσεων που εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή |
gen. | the conditions attached to the approval of the aid | προϋποθέσεις που συνδέονται με την έγκριση της ενίσχυσης |
econ. | the general arrangements for regional aid | το γενικό καθεστώς ενισχύσεων περιφερειακής πολιτικής |
health. | The Global Fund to fight AIDS, Tuberculosis and Malaria | Διεθνές ταμείο για την καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας |
earth.sc., tech. | the turbulence in the test section is measured with the aid of a hot-wire anemometer | οι στρόβιλοι στο χώρο της δοκιμής μετρούνται με τη βοήθεια ανεμομέτρου θερμού σύρματος |
econ., fin., social.sc. | tied aid | ενίσχυση υπό όρους |
econ., market. | tied aid financing | συνδεδεμένη χρηματοδοτική βοήθεια |
forestr. | traction aids | βοηθήματα πρόσφυσης (αντιολισθητικές αλυσίδες) |
econ., commer., ed. | training aid | ενίσχυση για επαγγελματική εκπαίδευση |
gen. | tranche of food aid | δόση επισιτιστικής βοήθειας |
agric. | transitional aid | μεταβατική ενίσχυση |
agric. | transitional aid to agricultural income | μεταβατική ενίσχυση στο γεωργικό εισόδημα |
gen. | transparency of State aids | διαφάνεια των κρατικών ενισχύσεων |
econ., commer. | transparent aid | διαφανής ενίσχυση |
social.sc., lab.law. | unemployment aid | αρωγή προς τους ανέργους |
econ. | unfettered access for humanitarian aid | απρόσκοπτη διέλευση της ανθρωπιστικής βοήθειας |
fin. | untied aid | βοήθεια χωρίς όρους |
fin. | untied aid | βοήθεια χωρίς προϋποθέσεις |
law, econ. | untying of aid | αποσύνδεση της ενίσχυσης |
econ. | untying of bilateral aids | αποσύνδεση των διμερών ενισχύσεων |
econ., fin. | untying of development aid | αποδέσμευση της αναπτυξιακής βοήθειας |
econ. | use of aid | χρησιμοποίηση της βοήθειας |
med. | walking aid | βοήθημα βάδισης |
med. | ward aid | βοηθός θαλάμου |
gen. | wear protective gloves when administering first aid | φοράτε προστατευτικά γάντια κατά την παροχή των πρώτων βοηθειών |
health. | Working Group on the economic and social consequences of AIDS on the populations of the Member States to the Lomé Convention | ομάδα εργασίας για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που έχει το AIDS στον πληθυσμό των χωρών της σύμβασης της Lomι |
social.sc. | Working Group on the situation of refugees and displaced persons in the ACP countries in the context of humanitarian aid policy | ομάδα εργασίας για την κατάσταση των προσφύγων και των εκτοπισμένων ατόμων στα κράτη ΑΚΕ στο πλαίσιο της πολιτικής ανθρωπιστικής βοήθειας |
gen. | Working Party on AIDS | Ομάδα εργασίας "AIDS" |
gen. | Working Party on Humanitarian Aid and Food Aid | Ομάδα "Ανθρωπιστική και Επισιτιστική βοήθεια" |
med. | World AIDS Foundation | Παγκόσμιο Ίδρυμα κατά του Σ.Ε.Α.Α. |
med. | World AIDS Foundation | Παγκόσμιο Ίδρυμα κατά του AIDS |