DictionaryForumContacts

Morphology analysis
γυναικα (89) | Verb
γυναικα
γυναικα | Part of speech - not selected
γυναικα
γυναικα | Noun | auto added
γυναικα
γυναικας
γυναικα
-
γυναικες
γυναικων
-
γυναικες