DictionaryForumContacts

Morphology analysis
εκκενωνω (18) | Verb
1 εκκενωνω
2 εεκκενωνα
3 εκκενωνε
4 εκκενωνεις
5 εεκκενωνες
6 εκκενωνε
7 εκκενωνει
8 εεκκενωνε
9 εκκενωνε
10 εκκενωνουμε
11 εκκενωναμε
12 εκκενωνετε
13 εκκενωνετε
14 εκκενωνατε
15 εκκενωνετε
16 εκκενωνουν
17 εεκκενωναν
18 εtεεκκενωνω
19 εεκκενωνα
20 εκκενωνεις
21 εεκκενωνες
22 εκκενωνε
23 εκκενωνει
24 εεκκενωνε
25 εκκενωνε
26 εκκενωνουμε
27 εκκενωναμε
28 εκκενωντε
29 εκκενωνετε
30 εκκενωνατε
31 εκκενωντε
32 εκκενωνουν
33 εεκκενωναν
34 tεεκκενωνει
35 εκκενωνει
36 εκκενωνει
37 εκκενωνει
38 εκκενωνει
39 εκκενωνει
40 εκκενωνει
41 εκκενωνει
42 εκκενωνει
43 εκκενωνει
44 εκκενωνει
45 εκκενωνει