DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü   >>
Terms for subject Transport (36469 entries)
"dumper" ανατρεπόμενον
"prohibida la entrada" "απαγορεύεται η είσοδος"
"touring motor glider" μηχανοκίνητο ανεμόπτερο περιήγησης
1-reducción en una conducción στένωσις διατομής 2.θεωρία υδαταγωγών έργων εστενωμένης διατομής
3D-NAV ναυτιλία τρισδιάστατης απεικόνισης
a barlovento αντίθετα στον άνεμο
a bordo στο πλοίο
a bordo σε αγκυροβόλιο
a bordo del barco να καταστεί τοποθετήσιμο σε αεροσκάφος
a contravía αντίθετα προς την επιτρεπόμενη φορά κυκλοφορίας
a contravía αντίθετα προς το ρεύμα κυκλοφορίας
a final de carrera στο τέλος της διαδρομής
a final de desplazamiento στο τέλος της διαδρομής
a nivel inferior υπόγειος
a plena carga πλήρες φορτίο
a plena potencia σε πλήρη ισχύ
a popa de πίσω από
a popa de στο πίσω μέρος
a popa de όπισθεν του
a precio entero εισιτήριο ακέραιο