Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X
Y
Z
Ñ Í Ì Á É Ó
Ú
Ü
>>
Terms for subject
Law
(17392 entries)
a título gratuito
εκ χαριστικής αιτίας; χωρίς αντιπαροχή
a título incidental
παρεμπιπτόντως
a título oneroso
εξ επαχθούς αιτίας
abanderamiento de buque
νηολόγηση πλοίου
abandono
έξοδος από επάγγελμα
abandono
αποχώρηση
abandono de defensa
μη άσκηση του δικαιώματος υπερασπίσεως
abandono de servio
αποχή από την υπηρεσία
abandono de trabajo
εγκατάλειψη θέσης
abandono del empleo
αποχώρηση
abandono por las milicias de la capital
αναχώρηση των στρατιωτικών ομάδων από την πρωτεύουσα
abogado
δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις
abogado autorizado para ejercer
δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο
Abogado autorizado para ejercer en uno de los Estados miembros
δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους
Abogado del Tribunal Supremo
γενικός εισαγγελέας
Abogado designado para asistir al interesado
δικηγόρος που ορίζεται για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο
abogado facultado para ejercer en el territorio de uno de los Estados miembros
δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους
abogado que asiste o representa a una parte
πληρεξούσιος δικηγόρος
abonado
καταναλωτής
abonado
πελάτης
Get short URL