DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
A B C D E F G H I JL M N O P Q R S T U V WY Z Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü   >>
Terms for subject Coal (1818 entries)
abradir αποξέω
abrasión αποξύριση
abrasión απόξεση
abrasión διάβρωση
abrazadera δακτύλιοι συγκρατήσεως σωληνώσεως
acarreo στοά μεταφοράς
acceso μεταλλευτική εκσκαφή
accesorios de disparo μέσα έναυσης και πυροδότησης
Acción comunitaria referente a la transformación económica de zonas mineras del carbón Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την οικονομική αναδιάρθρωση των ανθρακοφόρων περιοχών; Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών με ανθρακωρυχεία
acción de disparar ανάφλεξη
acción de disparar πυροδότηση υπονόμου
aceite explosivo εκρηκτικό έλαιο
aceite explosivo νιτρογλυκερίνη
aceite mineral ορυκτέλαιο
acidulación κατεργασία με οξύ
acidulación οξίνιση
acondicionamiento επιδιόρθωση παραγωγικής γεώτρησης
acondicionamiento συντήρηση παραγωγικής γεώτρησης
acondicionamiento del coque προετοιμασία οπτάνθρακος
Activos del Fondo de Investigación del Carbón y del Acero Πόροι του Ταμείου Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα