Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y Z Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü
>>
Terms for subject
Business
(390 entries)
asociación temporal de empresas
προσωρινή ένωση επιχειρήσεων
autocartera
μετοχές της εταιρίας τις οποίες αποκτά η ίδια
autorizar
χορηγώ άδεια
autorizar u ordenar
επιτρέπω ή επιβάλλω
balance de cierre del ejercicio precedente
ισολογισμός κλεισίματος της προηγούμενης χρήσεως
bonos y obligaciones en circulación
κυκλοφορούντα χρεώγραφα και ομολογίες
bonos, obligaciones y otros títulos de renta fija
ομολογίες και άλλα χρεώγραφα σταθερής απόδοσης
buen gobierno de la empresa
εταιρική διακυβέρνηση
caja de ahorros pública
δημόσιο ταμιευτήριο
cambio en vigor en la fecha de adquisición
ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
candidato descartado
απορριφθείς υποψήφιος
capacidad firme
αμετάβλητη δυναμικότητα
capacidad firme
εξασφαλισμένη δυναμικότητα
capacidades concurrentes
ανταγωνιστικές δυναμικότητες
capital
ίδια κεφάλαια
capital
ίδιο κεφάλαιο
capital
καθαρή λογιστική θέση
capital personal
καθαρή λογιστική θέση
capital personal
ίδια κεφάλαια
capital personal
ίδιο κεφάλαιο
Get short URL