Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X
Y
Z
Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü
>>
Terms for subject
Transport
(36469 entries)
abanderado
σηματωρός
abanderado
σημαιοφόρος υπάλληλος κάλυψης ομάδας γραμμής
abanderado
σημαιοφόρος υπάλληλος κάλυψης συνεργείου γραμμής
abanderamiento
χορήγηση σημαίας
abandonar la explotación
σταματώ την εκμετάλλευση
abandonar un buque
εγκαταλείπω πλοίο
abandonar un recorrido
εγκαταλείπω μια διαδρομή
abandono de recorrido
εγκατάλειψη διαδρομής
abanico de vías
βεντάλια γραμμών ατράκτου διαλογής
abanico de vías
τμήμα σύγκλισης γραμμών ατράκτου διαλογής
abanico tarifario
διαφορετικές τιμές εισιτηρίων
abastecimiento
εξυπηρέτηση ανεφοδιασμού
abastecimiento con motor y rotor en marcha
ανεφοδιασμός με κινητήρα και στροφείο σε λειτουργία
abastecimiento de combustible
εναπομένων καύσιμο μετά την εκτόξευση
abastecimiento de combustible
καύσιμο πτήσης
abastecimiento por helicóptero
ανεφοδιασμός από ελικόπτερο
abatir
αναστρέφω
abatir
παρασύρομαι
aberración cromática
χρωματική ανωμαλία
abertura
διάσταση ανοίγματος
Get short URL