Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
À
Á Â Æ Ç
É
È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
>>
Terms for subject
Labor law
(3852 entries)
accès à la formation professionnelle
πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση
accès à un emploi
πρόσβαση σε εργασία
accès aux activités non-salariées
πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες
accession à un emploi permanent
απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας
accessoire fluorescent de signalisation
εξάρτημα με φθορίζουσα επισήμανση
accessoire rétroréfléchissant
εξάρτημα με αντανάκλαση
accessoiriste de décors
βοηθός φύλακα των αξεσουάρ θεάτρου και κινηματογράφου
accident bénin
ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες
accident chômé
ατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
accident individuel
ατομικό ατύχημα
accident léger
ελαφρό ατύχημα
accident majeur
σοβαρό ατύχημα
accident technique
τεχνικό ατύχημα
accidenté du travail
θύμα εργατικού ατυχήματος
accompagner le plan social
συνοδευτικό μέτρο των κοινωνικών σχεδίων
accompagner les réductions d'effectifs
συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού
accord d'aide mutuelle
συμφωνία για αμοιβαία βοήθεια
accord sur la sécurité de l'emploi
συμφωνία για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας
accord sur la technologie et la sécurité de l'emploi
συμφωνία σχετικά με την τεχνολογία και την ασφάλεια της απασχόλησης
accord technologique
τεχνολογική συμφωνία
Get short URL