Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J K L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y Z À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(182 entries)
1-butène
1-βουτένιο
acides carboxyliques à fonctions alcool, phénol, aldéhyde ou cétone
οξέα καρβοξυλικά με ομάδα αλκοόλης, φαινόλης, αλδεΰδης η κετόνης
activités de transport pétrochimie
κατάντη δραστηριότητες
additifs
πρόσθετα
alcool butylique tertiaire
τριτοταγής βουτυλική αλκοόλη
amarrage à patte d'ancrage simple
πρόσδεση σε αγκυροβόλιο απλού σκέλους
amarrage à patte d'ancrage simple
πρόσδεση σε αγκυροβόλιο μονού σκέλους
amont pétrolier
ανάντη δραστηριότητες
atelier Claus de récupération du soufre
μονάδα Claus ανάκτησης θείου
aval pétrolier
κατάντη δραστηριότητες
ballastage
στρώση με χαλίκια
baril
βαρέλι
benzène, toluène, éthylbenzène, antracène
βενζόλιο, τολουόλιο, αιθυλοβενζόλιο, ανθρακένιο
bitume de pétrole et autres résidus des huiles de pétrole ou de schistes, à l'exception du coke de pétrole
άσφαλτος εκ πετρελαίου και λοιπά υπολείμματα ελαίων του πετρελαίου ή σχιστών, πλην του οπτάνθρακος πετρελαίου
bloc obturateur de puits
μηχανισμóς πρóληψης έκρηξης
boue de forage
λάσπη διάτρησης
boue de refroidissement
λάσπη διάτρησης
brut aigre
αργό πετρέλαιο τύπου sour
brut doux
αργό πετρέλαιο τύπου sweet
brut léger
ελαφρύ αργό πετρέλαιο
Get short URL