Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Spanish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Commerce
(1273 entries)
"ανοικτή" τηλεφωνική γραμμή δικαιοπαρόχου-καταναλωτών
línea telefónica permanente entre el franquiciador y sus franquiciados
"ανοικτή" τηλεφωνική γραμμή δικαιοπαρόχου-καταναλωτών
servicio telefónico del franquiciador
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
orden de llegada
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
sistema por orden de llegada
"πρωτοπόρος" καταναλωτής
consumidor más puntero
"φάκτορινγκ"
descuento de facturas
"φάκτορινγκ"
factoring
"φάκτορινγκ"
factorización
"φάκτορινγκ"
gestión de deudas con descuento
Task-force "έλεγχος των ενεργειών συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων"
Task-force "control de las operaciones de concentración entre empresas"
ad-hoc επιτροπή αξιολόγησης
comité especial de evaluación
marketing του διακριτικού τίτλου
marketing de la marca
marketing του δικαιοπαρόχου
marketing del franquiciador
off-line ηλεκτρονική µορφή
forma electrónica no conectada
oδηγία για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά
Directiva de servicios
oπλοπώλης
armero
τα όργανα της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Eμπορίου
los organismos del Acuerdo General sobre Aranceles Aduaneros y Comercio
Ταινία
Tiras
ταινία φορολογίας
precinto
ΤΑΜ
mecanismo de análisis de las relaciones comerciales
Get short URL