Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Spanish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
>>
Terms for subject
Labor law
(2234 entries)
"διπλό" σύστημα
sistema dual
Kύριος υπάλληλος γραφείου
Oficial principal
Yπάλληλος ταξινομήσεως
Clasificador
oικovoμική μεταφoρώv
economía del transporte
τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων
los obstáculos a la libre circulación de personas
τα μέτρα αυτά δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων
las medidas no prejuzgarán la aplicabilidad de las disposiciones
τα προσόντα που απαιτεί μια θέση εργασίας
exigencias profesionales
ταμείο μισθών
fondo salarial
ταξινόμος-αρχειοφύλακας
Clasificador
τάση προς ατυχήματα
inclinación al accidente
τάση προς ατυχήματα
tendencia al accidente
ταχύτητα τροφοδοσίας
ritmo de entrada
ταχύτητα αντίδρασης των οπτικών μέσων
velocidad de reacción de los oculares
ταχύτητα αναρρόφησης
velocidad de captura
τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος
oficial de guardia
τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος
oficial de puente de cuarta clase
τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος
primer oficial
τελάλης
pregonero
τελώ εν υπηρεσία
en activo
τελώ εν υπηρεσία
en servicio activo
Get short URL