DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Insurance (2769 entries)
"αδελφή" επιχείρηση entreprise "soeur"
"δέσμη νομισμάτων" "cocktail de monnaies"
"καλοί κίνδυνοι" bons risques
"με την προϋπόθεση να γνωστοποιήσει αυτή την απόφασή του σε όλους τους εταίρους του με έγκαιρη ειδοποίηση" à condition qu'il fasse part de sa décision à tous ses partenaires avec un préavis suffisant
"πολλαπλό ασφαλιστήριο" (ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου) police d'abonnement
"συμβατική" αστική ευθύνη responsabilité traditionnelle
Eταιρία Aμοιβαίας Aσφαλίσεως Λεμβούχων Compagnie d'Assurance Mutuelle des Bateliers
Eπιτροπή Λογαριασμών Commission des comptes
Nηογνώμονας των LLOYD'S Registre du Lloyd
Oμάδα εργασίας αριθ. 6 για τη ναυπηγική βιομηχανία Groupe de travail nº 6 sur la construction navale
eξαρχής μικτή πίστωση crédit prémixé
τα Λόυδς του Λονδίνου Lloyd's de Londres
τα οικονομικό αποτέλεσμα της χρονιάς δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί exercice ouvert
τακτικά και απαραίτητα έξοδα frais généraux
ταμείο αλληλεγγύης fonds de solidarité
Ταμείο αλληλοβοήθειας εργοδοτών mutuelle patronale
ταμείο αμοιβαίας ασφάλισης fonds de mutualisation
Ταμείο ανεργίας caisse de chômage
Ταμείο ανικανότητας για εργασία fonds d'incapacité de travail
ταμείο ασθένειας επιχείρησης caisse d'entreprise