Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Insurance
(2769 entries)
"αδελφή" επιχείρηση
entreprise "soeur"
"δέσμη νομισμάτων"
"cocktail de monnaies"
"καλοί κίνδυνοι"
bons risques
"με την προϋπόθεση να γνωστοποιήσει αυτή την απόφασή του σε όλους τους εταίρους του με έγκαιρη ειδοποίηση"
à condition qu'il fasse part de sa décision à tous ses partenaires avec un préavis suffisant
"πολλαπλό ασφαλιστήριο"
(ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου)
police d'abonnement
"συμβατική" αστική ευθύνη
responsabilité traditionnelle
Eταιρία Aμοιβαίας Aσφαλίσεως Λεμβούχων
Compagnie d'Assurance Mutuelle des Bateliers
Eπιτροπή Λογαριασμών
Commission des comptes
Nηογνώμονας των LLOYD'S
Registre du Lloyd
Oμάδα εργασίας αριθ. 6 για τη ναυπηγική βιομηχανία
Groupe de travail nº 6 sur la construction navale
eξαρχής μικτή πίστωση
crédit prémixé
τα Λόυδς του Λονδίνου
Lloyd's de Londres
τα οικονομικό αποτέλεσμα της χρονιάς δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί
exercice ouvert
τακτικά και απαραίτητα έξοδα
frais généraux
ταμείο αλληλεγγύης
fonds de solidarité
Ταμείο αλληλοβοήθειας εργοδοτών
mutuelle patronale
ταμείο αμοιβαίας ασφάλισης
fonds de mutualisation
Ταμείο ανεργίας
caisse de chômage
Ταμείο ανικανότητας για εργασία
fonds d'incapacité de travail
ταμείο ασθένειας επιχείρησης
caisse d'entreprise
Get short URL