Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Latvian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ Η Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ Χ Ψ Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Government, administration and public services
(155 entries)
Aναπληρωτής διερμηνέας
jaunākais tulks
Aναπληρωτής μεταφραστής
jaunākais tulkotājs
Aναπληρωτής υπάλληλος γραφείου
jaunākais lietvedis
τεχνίτης
tehniķis
τεχνικός βοηθός
tehniskais asistents
τεχνικός πληροφορικής
IT darbinieks
τεχνικός υπάλληλος
tehniskais darbinieks
τοπικός υπάλληλος
vietējais darbinieks
τυπικό επαγγελματικό προσόν
profesionālā kvalifikācija
ατομικός φάκελος του υπαλλήλου
ierēdņa personīgā lieta
άδεια ασφαλείας
drošības izmeklēšana
άδεια ασφαλείας
drošības pārbaude
άδεια για προσωπικούς λόγους
atvaļinājums personisku iemeslu dēļ
αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου
ierēdņa darbības apturēšana
ανώτερο στελεχικό δυναμικό
augstākā amatpersona
ανώτερο στελεχικό δυναμικό
vecākais ierēdnis
ανώτερος τεχνίτης
vecākais tehniķis
ανώτερος τεχνικός πληροφορικής
vecākais IT darbinieks
ανώτερος βοηθός γραφείου
vecākais lietvedis
ανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής
vecākais finanšu darbinieks
Get short URL