Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Α
Β
Γ
Δ
Ε Ζ Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ Ψ Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(129 entries)
1-βουτένιο
1-butene
τριτοταγής βουτυλική αλκοόλη
alcole butilico terziario
τροφοδότηση αλκυλίωσης
carica di alchilazione
τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης
carica di alchilazione
αδραvoπoιητής μετάλλωv
deattivatore dei metalli
αέριο τροφοδότησης αλκυλίωσης
gas per carica di alchilazione
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία
gas per idrotrattamento reforming
αέριο κλάσμα πετρελαιοειδούς
frazione petrolifera gassosa
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης
gas per idrotrattamento reforming
αέριο ραφιναρίας
gas di raffineria
αέριος τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης
gas per carica di alchilazione
ακάθαρτο πετρέλαιο
petrolio greggio
αντιδραστήρας υδρογονοπυρόλυσης
reattore di hydrocracking
αντίστροφη ροή
capacità di flusso invertito
αντίστροφη ροή
flusso invertito
ανάντη δραστηριότητες
attività upstream
ανασχηματισμένη βενζίνη ; οξυγονούχος βενζίνη
benzina riformulata
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό
stripper di gasolio sotto vuoto
αποθέματα ασφαλείας
scorte di sicurezza
απομάκρυνση παραφίνης με χρήση διαλύτη
deparaffinazione al solvente
Get short URL