Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ Η Θ Ι
Κ
Λ
Μ
Ν Ξ Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ Φ
Χ
Ψ Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Sociology
(94 entries)
Ταμείο εργατικών ατυχημάτων
Fondo per gli infortuni sul lavoro
Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους
Fondo di aiuti europei agli indigenti
ταμείο που δημιουργείται από εισφορές εργαζομένων και εργοδότη για όφελος των εργαζομένων
piano pensionistico a prestazioni definite
τυφλός
non vedente
τυφλός
persona non vedente
άτομο με αναπηρία
persona con disabilità
άτομο με αναπηρίες
persona con disabilità
άτομο με ειδικές ανάγκες
minorato
ακουστική περιγραφή
audiodescrizione
αλληλασφαλιστική εταιρία
società mutua
αντιπελλαγρική βιταμίνη
acido nicotinico
αντιπελλαγρική βιταμίνη
niacina
αντιπελλαγρική βιταμίνη
nicotinamide
αντιπελλαγρική βιταμίνη
vitamina antipellagra
αντιπελλαγρική βιταμίνη
vitamina B3
αντιπελλαγρική βιταμίνη
vitamina B5
αντιπελλαγρική βιταμίνη
vitamina PP
ανεπάρκεια
menomazione
ανοικτή μέθοδος συντονισμού για την κοινωνική προστασία και την κοινωνική ένταξη
metodo di coordinamento aperto in relazione alla protezione sociale e all'integrazione sociale
ανώτατο συμβούλιο οικογενειακών θεμάτων
Consiglio superiore della famiglia
Get short URL