Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Forestry
(266 entries)
ταμαρίνδος ο φαρμακευτικός
tamarindetræ
ταμάρινθος η οξυφοίνιξ
tamarindetræ
τεμαχίδιο ξύλου
spån,flis
τμήμα δάσους
afdeling i skov
τμήμα δάσους
blok
τμήμα δάσους
største enhed i australsk distriktsinddeling
το αγκαθωτό περίβλημα του καρπού της καστανιάς
kastanieskal
τραχύκαρπος ο υψικάμινος
hørpalme
τριβή του πολτού
raffinering
τροποποιημένο φυσικό δάσος
modificeret naturskov
τσάι της Παραγουάης
Jesuitte
τσάι της Παραγουάης
maté
τσάι της Παραγουάης
Paraguayte
τσάι των Ιησουϊτών
Jesuitte
τσάι των Ιησουϊτών
Paraguayte
τσάι των Ιησουϊτών
maté
τσιπ
spån,flis
τύπος κοπής
sortering
αγαρικόν,ήσκα
tønder
αγριοκουμαριά
jordbærtræ
Get short URL