DictionaryForumContacts

   Greek Bulgarian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Labor law (56 entries)
αεροπορικό προσωπικό εδάφους наземен персонал
αμειβόμενος με μισθό административен служител
απόδοση производителност на труда
απόλυση εργαζομένου уволнение
αρχική ανικανότητα първоначална неработоспособност
αφορολόγητα επιδόματα обезщетения, независещи от вноски
γεωγραφική αναντιστοιχία географско несъответствие
γυάλινη οροφή "стъклен таван"
διαμεσολάβηση για την εξεύρεση εργασίας намиране на работа
διάρκεια της νύκτας нощно време
διασύνδεση με την αγορά εργασίας връзка с трудовия пазар
δόνηση του άνω άκρου вибрация ръка-рамо
δόνηση ολόκληρου του κορμού вибрация на цялото тяло
ελάχιστος μισθός минимална работна заплата
ενεργός πληθυσμός население в трудоспособна възраст
ενεργός πληθυσμός aктивно население
εξωτερική ανάθεση екстернализация
επαγγελματική μετάβαση преход от едно работно място към друго
επαγγελματική μετάβαση професионален преход
εποχιακά εργαζόμενος сезонен работник