DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Demography (26 entries)
τοπική κοινότητα społeczność lokalna
γενικό ποσοστό γονιμότητας współczynnik płodności
δεύτερη κατοικία drugie miejsce zamieszkania
επιφάνεια βάσης obszar bazowy
ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο wiek emerytalny
ηλικία συνταξιοδοτήσεως wiek emerytalny
ηλικία συνταξιοδότησης wiek emerytalny
ηλικιακή τάξη grupa wiekowa
ηλικιακή ομάδα grupa wiekowa
ηλικιακό φάσμα grupa wiekowa
κτίρια μη προοριζόμενα για κατοικία budynki niemieszkalne
μητρώα akta stanu cywilnego
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης wiek emerytalny
πιλοτική ευρωπαϊκή σύμπραξη καινοτομίας με θέμα την ενεργό και υγιή γήρανση pilotażowe partnerstwo na rzecz aktywnego starzenia się w dobrym zdrowiu
πιλοτική ευρωπαϊκή σύμπραξη καινοτομίας με θέμα την ενεργό και υγιή γήρανση Europejskie partnerstwo na rzecz innowacji sprzyjającej aktywnemu starzeniu się w dobrym zdrowiu
ποσοστό γονιμότητας ανά ηλικία współczynnik płodności cząstkowy
ποσοστό γονιμότητας κατά ηλικία współczynnik płodności cząstkowy
πρεκαριάτο prekariat
προσδόκιμο επιβίωσης średnie trwanie życia
προσδόκιμο επιβίωσης średnie dalsze trwanie życia