Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Α
Β
Γ
Δ
Ε Ζ Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ Ψ Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(95 entries)
1-βουτένιο
1-buteno
τροφοδότηση αλκυλίωσης
carga de alquilação
τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης
carga de alquilação
αδραvoπoιητής μετάλλωv
desativador de metais
αέριο τροφοδότησης αλκυλίωσης
gás de alimentação da alquilação
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία
gás de tratamento com hidrogénio de reformação
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία
gás de tratamento com hidrogénio do reformer
αέριο κλάσμα πετρελαιοειδούς
fração gasosa petrolífera
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης
gás de tratamento com hidrogénio de reformação
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης
gás de tratamento com hidrogénio do reformer
αέριο ραφιναρίας
gás de refinação
αέριος τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης
gás de alimentação da alquilação
ακάθαρτο πετρέλαιο
petróleo bruto
αντιδραστήρας υδρογονοπυρόλυσης
reator de hidrocraqueamento
ανασχηματισμένη βενζίνη ; οξυγονούχος βενζίνη
gasolina reformulada
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό
extrator de gasóleo de vácuo
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό
retificador de gasóleo de vácuo
αποθέματα ασφαλείας
provisões de segurança
αποστολή υποστήριξης πετρελαιοπηγών
missão de apoio às pesquisas petrolíferas
αργό πετρέλαιο τύπου sour
crude acre
Get short URL