DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Oil / petroleum (95 entries)
1-βουτένιο 1-buteno
τροφοδότηση αλκυλίωσης carga de alquilação
τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης carga de alquilação
αδραvoπoιητής μετάλλωv desativador de metais
αέριο τροφοδότησης αλκυλίωσης gás de alimentação da alquilação
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία gás de tratamento com hidrogénio de reformação
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία gás de tratamento com hidrogénio do reformer
αέριο κλάσμα πετρελαιοειδούς fração gasosa petrolífera
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης gás de tratamento com hidrogénio de reformação
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης gás de tratamento com hidrogénio do reformer
αέριο ραφιναρίας gás de refinação
αέριος τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης gás de alimentação da alquilação
ακάθαρτο πετρέλαιο petróleo bruto
αντιδραστήρας υδρογονοπυρόλυσης reator de hidrocraqueamento
ανασχηματισμένη βενζίνη ; οξυγονούχος βενζίνη gasolina reformulada
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό extrator de gasóleo de vácuo
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό retificador de gasóleo de vácuo
αποθέματα ασφαλείας provisões de segurança
αποστολή υποστήριξης πετρελαιοπηγών missão de apoio às pesquisas petrolíferas
αργό πετρέλαιο τύπου sour crude acre