Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Δ
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(95 entries)
βαρύ αργό πετρέλαιο
crude pesado
βασικό προϊόν
óleo-base
βιτουμένιο
betume
δείκτης ιξώδους κατά SAE
viscosidade SAE
διάτρηση υπό γωνία
perfuração direcional
διάτρηση υπό γωνία
perfuração dirigida
Διακρατική μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη
Transporte Interestatal de Petróleo e Gás para a Europa
έγκλειστο πετρέλαιο
petróleo de formações compactas
ελαφρύ αργό πετρέλαιο
crude ligeiro
εξαέρωση
ventilação
εξανθράκωση πετρελαίου
coking de petróleo
εξανθράκωση πετρελαίου
coquefação de petróleo
εξέδρα γεώτρησης
plataforma de perfuração
εξευγενισμός
depuração
επί τόπου καύση
combustão in situ
Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προσέγγιση των μέτρων στον τομέα της ασφάλειας του εφοδιασμού με προϊόντα πετρελαίου
comité para a aplicação da diretiva relativa à aproximação das medidas em matéria de segurança dos aprovisionamentos em produtos petrolíferos
ερευνητική γεώτρηση
sondagem
θερμική πυρόλυση
craqueamento térmico
θερμοκρασία σημείου ροής
ponto de escoamento
θερμοκρασία σημείου ροής
ponto de fluxão
Get short URL