DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Energy industry (1676 entries)
"ξυριστική" πρóσπτωση incidência rasante
ταπείνωση του ιξώδους visbreaking
τάση τροφοδοσίας tensão de fornecimento
τάση αναφοράς tensão de referência
τάση διάσπασης tensão de rutura
τάση εξισορρόπησης tensão de deslocação
τάση χειρισμού tensão de comando
ταχυθερμοσίφωνας esquentador
ταχυθερμοσίφωνας esquentador de água instantâneo
τελική ενέργεια energia final
τελική ζήτηση ενέργειας procura final de energia
Τελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας Ata final da Conferência da Carta Europeia da Energia
τελικό λογιστικό απόθεμα inventário de contabilidade final
τελικός βιομηχανικός καταναλωτής αερίου consumidor final industrial de gás
τελικός καταναλωτής ενέργειας consumidor final de energia
τελικός πελάτης cliente final
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου terminal de GNL
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου terminal para gás liquefeito
τεχνητó γεωθερμικó σÙστημα geotermia seca
τεχνική δυναμικότητα capacidade técnica