Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Vietnamese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
>>
Terms for subject
Energy industry
(1676 entries)
"ξυριστική" πρóσπτωση
incidência rasante
ταπείνωση του ιξώδους
visbreaking
τάση τροφοδοσίας
tensão de fornecimento
τάση αναφοράς
tensão de referência
τάση διάσπασης
tensão de rutura
τάση εξισορρόπησης
tensão de deslocação
τάση χειρισμού
tensão de comando
ταχυθερμοσίφωνας
esquentador
ταχυθερμοσίφωνας
esquentador de água instantâneo
τελική ενέργεια
energia final
τελική ζήτηση ενέργειας
procura final de energia
Τελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας
Ata final da Conferência da Carta Europeia da Energia
τελικό λογιστικό απόθεμα
inventário de contabilidade final
τελικός βιομηχανικός καταναλωτής αερίου
consumidor final industrial de gás
τελικός καταναλωτής ενέργειας
consumidor final de energia
τελικός πελάτης
cliente final
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου
terminal de GNL
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου
terminal para gás liquefeito
τεχνητó γεωθερμικó σÙστημα
geotermia seca
τεχνική δυναμικότητα
capacidade técnica
Get short URL