Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
>>
Terms for subject
Insurance
(2683 entries)
"αδελφή" επιχείρηση
"sister" undertaking
"αδελφή" επιχείρηση
associated undertaking
"δέσμη νομισμάτων"
"currency cocktail"
"καλοί κίνδυνοι"
sound risks
"με την προϋπόθεση να γνωστοποιήσει αυτή την απόφασή του σε όλους τους εταίρους του με έγκαιρη ειδοποίηση"
provided that adequate notice of this decision is given to all parties
"πολλαπλό ασφαλιστήριο"
(ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου)
selected transactions comprehensive policy
"πολλαπλό ασφαλιστήριο"
(ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου)
selected-account policy
"πολλαπλό ασφαλιστήριο"
(ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου)
selected-market policy
"πολλαπλό ασφαλιστήριο"
(ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου)
selected-transactions policy
"συμβατική" αστική ευθύνη
conventional liability
Eταιρία Aμοιβαίας Aσφαλίσεως Λεμβούχων
Mutual Insurance of Ships
Eπιτροπή Λογαριασμών
Audit Board
Nηογνώμονας των LLOYD'S
Lloyd's Register
Oμάδα εργασίας αριθ. 6 για τη ναυπηγική βιομηχανία
Working Party No 6 on Shipbuilding
(OECD)
eξαρχής μικτή πίστωση
premixed credit
τα Λόυδς του Λονδίνου
Lloyd's of London
τα οικονομικό αποτέλεσμα της χρονιάς δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί
open year
τακτικά και απαραίτητα έξοδα
oncost
ταμείο αλληλεγγύης
solidarity fund
Ταμείο αλληλοβοήθειας εργοδοτών
employer's mutuality
Get short URL