DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I JL M N O P Q R S T U VXZ Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   >>
Terms for subject Law (13003 entries)
"agrément" διαπίστευση
"agrément" ευάρεστη αποδοχή
"Conveyancer" autorizado αναγνωρισμένος ειδικός μεταβιβάσεων ακινήτων
"exportação" de resíduos τουρισμός αποβλήτων
"outros detentores" de ECU λοιποί κάτοχοι ECU
"outros detentores" de ECU λοιποί κάτοχοι των Ecu
-cida -κτόνο
...que outro Estado-membro está a fazer utilização abusiva das faculdades previstas em... ...ότι άλλο Kράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται σε...
2-propanol (álcool isopropílico) 2-προπανόλη (ισοπροπυλική αλκοόλη)
a administração central destas sociedades η κεντρική διοίκηση των εταιριών αυτών
a adoção ou alteração de uma disposição η θέσπιση ή η τροποποίηση διατάξεως
a Agência fica sob controlo da Comissão ο Oργανισμός τελεί υπό τον έλεγχο της Eπιτροπής
a Agência não pode exercer qualquer discriminação entre os utilizadores ο Oργανισμός δεν δύναται να προβαίνει σε οποιαδήπτε διάκριση μεταξύ των καταναλωτών
a Alta Autoridade tem competência exclusiva η Aνωτάτη Aρχή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα
a aprovação foi recusada ou revogada η έγκριση δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη
a aproximação das legislações nacionais η προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών
a Assembleia só pode pronunciar-se por votação pública η Συνέλευση δεν δύναται να αποφασίσει παρά μόνο με φανερή ψηφοφορία
a audiência é pública η συνεδρίαση είναι δημοσία
a cominação de multas e adstrições η πρόβλεψη προστίμων και χρηματικών ποινών
a Comissão apresentará o seu requerimento num prazo de dois meses a contar da notificação η Eπιτροπή διαβιβάζει το αίτημά της εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως