Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À
>>
Terms for subject
Politics
(2369 entries)
...para esse efeito,designaram como plenipotenciários
...όρισαν προς το σκοπό αυτόν ως πληρεξουσίους
a fim de traçar as linhas diretrizes de uma política agrícola comum
για τη χάραξη των κατευθυντηρίων γραμμών κοινής γεωργικής πολιτικής
à porta fechada
κεκλεισμένων των θυρών
a primeira fase será automaticamente prolongada por mais um ano
το πρώτο στάδιο παρατείνεται αυτομάτως για ένα έτος
abertura de vaga
χηρεία της έδρας
ação ou recurso que carecem manifestamente de fundamento
αίτηση προφανώς αβάσιμη
ação principal
κύρια διαδικασία
Acção Especial no domínio das Telecomunicações para o Desenvolvimento Regional
Πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω καλύτερης πρόσβασης στις προηγμένες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών
acção principal
κύρια αγωγή
acção principal
κύρια δίκη' κύρια αγωγή
Acesso às TI, Gestão dos Equipamentos e LSU
Πρόσβαση και διαχείριση πόρων πληροφορικής & LSU
acidente de direito comum
εξωεργατικά ατυχήματα
acidente de exploração
ατύχημα κατά την εκμετάλλευση
acidente ferroviário
σιδηροδρομικό ατύχημα
acionista do BCE
μεριδιούχος της ΕΚΤ
Acompanhamento dos Actos Parlamentares
παρακολούθηση των πράξεων
(του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)
acórdão
απόφαση
acórdão à revelia
ερήμην απόφαση
acórdão à revelia
απόφαση που εκδίδεται ερήμην
acórdão de remessa
απόφαση περί αναπομπής
Get short URL