DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
"Armas a troco de desenvolvimento" "όπλα έναντι ανάπτυξης"
"custo unitário" κόστος ανά μονάδα
"défaisance" em sentido inverso αντεστραμμένος διαχωρισμός
"efeito qualidade" αποτέλεσμα της ποιότητας
"marking-to-market" Περιθώριο διαφορών αποτίμησης ή αποτίμηση με την τρέχουσα τιμή της αγοράς
"pacote de seis" δέσμη οικονομικής διακυβέρνησης
"pacote de seis" εξάπτυχο
"pacote duplo" δίπτυχο
"pacote duplo" δεύτερη δέσμη οικονομικής διακυβέρνησης
"ponto crítico" do banco "νεκρό σημείο" της τράπεζας
"Unidos na Acção" "Eνωμένοι στη δράση"
1000 comunas para a Europa 1000 κοινότητες για την Ευρώπη
13õ mês πληρωμή 13ου μισθού
Île-de-France Ιλ-ντε-Φράνς
a adoção de uma política comum η θέσπιση κοινής πολιτικής
a Alta Autoridade recorrerá às associações de produtores η Aνωτάτη Aρχή απευθύνεται στις ενώσεις παραγωγών
a Alta Autoridade tem poderes para superintender no controlo dessas licenças η Aνωτάτη Aρχή έχει την εξουσία να επιβλέπει τον έλεγχο των εν λόγω αδειών
a assistência mútua pode assumir a forma de alargamento de contingentes η αμοιβαία συνδρομή δύναται να συνίσταται σε διεύρυνση ποσοστώσεων
a capacidade concorrencial das empresas η ανταγωνιστικότης των επιχειρήσεων
a Comissão conduzirá estas negociações,consultando... η Eπιτροπή διεξάγει τις διαπραγματεύσεις σε συνεννόηση με...