DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I JL M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   >>
Terms for subject Labor law (2823 entries)
a aquisição do direito às prestações η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής
a contribuição do Fundo para as despesas de reconversão profissional η συνδρομή του Tαμείου στα έξοδα επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως
a fim de exercer uma atividade laboral με το σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία
a formação e o aperfeiçoamento profissionais επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση
a liberalização dos movimentos dos trabalhadores η ελευθέρωση της διακινήσεως των εργαζομένων
a mão de obra το εργατικό δυναμικό
a profissão para que os trabalhadores no desemprego tenham sido reconvertidos το επάγγελμα για το οποίο οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι σε ανεργία επανεκπαιδεύθησαν
a remuneração dos trabalhadores η αμοιβή των εργαζομένων
abaixamento da idade da reforma antecipada μείωση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
abandono da profissão εγκατάλειψη του επαγγέλματος
abandono da profissão παύση της επαγγελματικής δραστηριότητας
abandono de atividade assalariada παύση της μισθωτής απασχολήσεως
abandono do trabalho εγκατάλειψη εργασίας
abandono do trabalho παύση εργασίας
abatimento de idade περικοπή μισθού λόγω ηλικίας
abono de chefe de família επίδομα στέγης
abordagem preventiva da segurança προληπτική προσέγγιση της ασφάλειας
abrasivo de decapagem λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
abridor de palhetos χειριστής ξυριστικής μηχανής δερμάτων
absentismo απουσία λόγω ασθενείας