Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
>>
Terms for subject
Labor law
(3683 entries)
"rubber stamp" union
σωματείο-σφραγίδα
"Third system and employment" pilot scheme
Δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση"
a driller drills five to ten patterns per shift
ενας γεωτρυπανιστής ορύσει πέντε με δέκα διατάξεις διατρημάτων ανά θέση
a thorough knowledge of one language
σε βάθος γνώση μιας γλώσσας
a vacancy shall arise on the bench upon this notification
διά της γνωστοποιήσεως αυτής η θέση καθίσταται κενή
abattoir worker
εργάτης σφαγειοτεχνικών καταστάσεων
able seaman
ναυτικός ειδικευμένος
abnormal working hours
εργασία ακανόνιστου ωραρίου
abrasion-proof eyepiece
προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής
abrasive agent
λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
abrasive object
λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
absenteeism
απουσία λόγω ασθενείας
absenteeism
απουσία μισθωτού
absolute freedom of negotiation
απόλυτη ελευθερία διαπραγμάτευσης
absorption of incident heat by means of solid sublimation
απορρόφηση της προσπίπτουσας θερμότητας με εξάχνωση κάποιου στερεού
accept offers of employment actually made
αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας
access to a first job experience
πρόσβαση στην εμπειρία εργασίας
access to a job
πρόσβαση σε εργασία
access to employment
πρόσβαση στην απασχόληση
access to vocational training
πρόσβαση σε επαγγελματική κατάρτιση
Get short URL