Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
>>
Terms for subject
Labor law
(3683 entries)
accident potential
επικινδυνότητα
accident prevention
πρόληψη κατά των ατυχημάτων
accident prevention regulation
κανονισμός πρόληψης ατυχημάτων
accident probability
ροπή προς ατυχήματα
accident probability
τάση προς ατυχήματα
accident protection
προστασία κατά των ατυχημάτων
accident report
γνωστοποίηση ατυχήματος
accomodated employee
υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα
accompaniment to the redundancies
συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού
accompaniment to the social plan
συνοδευτικό μέτρο των κοινωνικών σχεδίων
accompanying circumstances of an accident
συνθήκες ατυχήματος
accounting machine operator
χειριστής λογιστικών μηχανών
accumulation of CO2 in inhaled air
εμπλουτισμός του εισπνεομένου αέρα σε διοξείδιο του άνθρακος
acquiring the right to benefit
η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής
acquisition of professional knowledge
κτήση επαγγελματικών γνώσεων
acquisition of technical knowledge
κτήση τεχνικών γνώσεων
ACTEUR Group
ομάδα ACTEUR
action committee
επιτροπή δράσης
action committee
επιτροπή αγώνα
Action for employment in Europe-A confidence pact
Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης
Get short URL