СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Испанский Греческий
Google | Forvo | +
Convenio
 convenio
общ. Σύμβαση
окруж. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
юр. διευθέτηση; διακανονισμός
| sobre
 sobre
комп., Майкр. πληροφορίες; φάκελος
| formalidades aduaneras
 formalidad aduanera
эк. τελωνειακή διατύπωση
| para
 para
мед. προς
| la
 Ello
мед. αυτό
importación | temporal
 temporal
землевед. θύελλα
| de
 dé
землевед. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| vehículos
 vehículos
общ. οχήματα
| particulares
 Particular
комп., Майкр. Οικία
| de
 dé
землевед. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| carretera
 carretera
окруж. αυτοκινητόδρομος
- найдены отдельные слова

к фразам
convenio m
общ. Σύμβαση
окруж. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
юр. διευθέτηση; διακανονισμός
юр., труд.прав. συμφωνία; σύμφωνο
Convenio sobre formalidades aduaneras para la: 3 фразы в 2 тематиках
Налоги2
Финансы1