СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Греческий
Термины по тематике Государственный аппарат и госуслуги, содержащие απασχόληση | все формы
ГреческийФранцузский
έχω εξωυπηρεσιακή απασχόληση, αμειβόμενη ή μη; ασκώ εξωτερική δραστηριότηταexercer une activité extérieure, rémunérée ou non
εξωϋπηρεσιακή απασχόληση ; εξωτερική δραστηριότηταactivité extérieure
υπερωριακή απασχόλησηprestation supplémentaire