СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Греческий
Термины по тематике Общая лексика, содержащие απόδειξη | все формы
ГреческийПортугальский
αγορές που πραγματοποιούνται με απλή απόδειξη ή τιμολόγιοcontrato celebrado através de uma simples nota de débito ou fatura
απόδειξη "από πρώτο χέρι"prova de "primeira mão"
απόδειξη διαμονήςprova de residência
απόδειξη παραλαβήςaviso de receção
πίσημη απόδειξηrecibo oficial