DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
zueco m
forestr. παπούτσια με σόλες από ξύλο (σαμπό)
industr., construct. κν.σαμπό; υπόδημα που κατασκευάζεται από ένα μόνο τεμάχιο
zuecos
: 4 phrases in 3 subjects
Industry1
Medical2
Natural resourses and wildlife conservation1