volumen | |
gen. | ένταση ακουστικού σήματος; ακουστική ένταση |
commun. | τόμος |
comp., MS | ένταση |
fin. | όγκος συναλλαγών |
industr. construct. chem. | διόγκωση; όγκος |
de tránsito | |
commun. | διαμετακόμιση |
| |||
ένταση ακουστικού σήματος; ακουστική ένταση | |||
τόμος | |||
ένταση | |||
όγκος συναλλαγών | |||
διόγκωση; όγκος | |||
φύλλο; κομμάτι |
volumen de tránsito : 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |