DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
volumen m
gen. ένταση ακουστικού σήματος; ακουστική ένταση
commun. τόμος
comp., MS ένταση
fin. όγκος συναλλαγών
industr., construct., chem. διόγκωση; όγκος
industr., construct., met. φύλλο; κομμάτι
volumen de emisión de
: 1 phrase in 1 subject
Finances1