vigilancia del medio ambiente | |
econ. | επίβλεψη του περιβάλλοντος |
funcionamiento normal | |
mech.eng. | απρόσκοπτη λειτουργία; λειτουργία χωρίς βλάβες |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
instalaciones | |
comp., MS | εγκατάσταση |
| |||
επίβλεψη του περιβάλλοντος | |||
επιτήρηση περιοχής; παρακολούθηση περιβάλλοντος; περιβαλλοντολογική επιτήρηση |
vigilancia del medio ambiente durante : 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |