dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
encaminamiento | |
commer. polit. | ταχυδρομικές αποστολές 2. ταχυδρομική διεκπεραίωση |
commun. | οδός διαβίβασης |
el. | διάνοιξη διαδρομής; δρομολόγηση; όδευση |
industr. construct. | ξεκίνημα; έναρξη κίνησης |