velocidad máxima | |
earth.sc. | οριακή ταχύτητα; τερματική ταχύτητα; περιοριστική ταχύτητα |
med. | μέγιστη ταχύτητα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
unir | |
comp., MS | συρράπτω |
transp. mater.sc. | να δεθεί |
continua de retorcer de recorrido ascendente | |
tech. industr. construct. | αδελφωτική στριπτική μηχανή |
| |||
οριακή ταχύτητα; τερματική ταχύτητα; περιοριστική ταχύτητα | |||
μέγιστη ταχύτητα | |||
μέγιστη ταχύτητα οχήματος |
velocidad máxima de : 5 phrases in 3 subjects |
Mechanic engineering | 1 |
Technology | 3 |
Transport | 1 |