velocidad | |
gen. | ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας; γραμμική ταχύτητα |
environ. | ταχύτητα; αμφεταμίνη |
forestr. | ταχύτητα οδήγησης; γρανάζι μετάδοσης κίνησης |
law econ. IT | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
enrollado | |
mater.sc. | ελικοειδής συστροφή |
en | |
IT dat.proc. | εν |
enjulio | |
textile | στημονορόλος αργαλειού |
velocidad de enrollado en : 2 phrases in 1 subject |
Technology | 2 |